Αντίθετα, οι εισπράξεις ανά κατάλυμα μειώθηκαν στα 43,5 ευρώ την ημέρα το 2019

Η μείωση των διαθέσιμων διαμερισμάτων και κατοικιών λόγω των βραχυπρόθεσμων ενοικιάσεων έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση τις τιμές των ενοικίων.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του πανελλαδικού δικτύου Spitogatos, το 2019 oι τιμές ενοικίασης παρουσίασαν πολύ μεγάλες αυξήσεις στην πλειονότητα των ελληνικών πόλεων, με τις μεγαλύτερες μεταβολές να παρατηρούνται στον Πειραιά (25,2%), στα νησιά Αργοσαρωνικού (23,1%), στον νομό Τρικάλων (21,4%), στο κέντρο της Αθήνας και στα δυτικά προάστια (20%) και στον νομό Κερκύρας (19%).

Εξαίρεση αποτέλεσαν λίγες περιοχές, όπως η Ζάκυνθος, η Θεσπρωτία, η Καστοριά και η Φλώρινα, όπου τα ενοίκια υποχώρησαν. Οπως αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος, η ενίσχυση των αξιών είναι απόρροια της αύξησης της ζήτησης κατοικιών λόγω του έντονου ενδιαφέροντος για στοχευμένα οικιστικά ακίνητα, τα οποία, ειδικά μέσω των βραχυχρόνιων μισθώσεων, έχουν αποκτήσει επενδυτικά χαρακτηριστικά και προσφέρουν αποδόσεις κοντά στα επίπεδα των επαγγελματικών χρήσεων.

Η δίψα για γρήγορο κέρδος μέσω των βραχυπρόθεσμων μισθώσεων έχει οδηγήσει, τουλάχιστον προτού οι ζητούμενες τιμές πώλησης αυξηθούν σημαντικά, σε περιπτώσεις άτυπης πλειοδοσίας για προς πώληση ακίνητα, τα οποία σε άλλες εποχές θα βρίσκονταν στα αζήτητα. Κλασική τείνει να γίνει στις τάξεις των μεσιτών η περίπτωση διαμερίσματος περίπου 30 τετραγωνικών μέτρων στον Νέο Κόσμο, που πωλούνταν πριν από περίπου ένα χρόνο προς 23.000 ευρώ. Το εν λόγω ακίνητο κατέληξε να αλλάξει χέρια προς περίπου 30.000 ευρώ, ενώ είχε προηγηθεί συνωστισμός ενδιαφερομένων, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να αγοράσουν το ακίνητο χωρίς καν να το δουν!

Ωστόσο, η υπερπροσφορά καταλυμάτων έχει μειώσει σημαντικά έσοδα και αποδόσεις. Στην Αθήνα υπολογίζεται, σύμφωνα με στοιχεία της AirDNA, ότι υπάρχουν 10.281 διαθέσιμα καταλύματα προς βραχυχρόνια ενοικίαση, με τη μέση τιμή μίσθωσης να υπολογίζεται σε 52 ευρώ την ημέρα. Το 2019 στην επικράτεια οι εισπράξεις, ανά κατάλυμα, υποχώρησαν κατά 9,4% στα 43,5 ευρώ, από 48 ευρώ το 2018, ενώ η πληρότητα μειώθηκε σε περίπου 39% πέρυσι, από 45,5% το 2018.

Αποτέλεσμα των πτωτικών μεγεθών; Η σταδιακή στροφή στις μακροχρόνιες μισθώσεις. Και αυτό εάν ληφθεί υπόψη ότι ο χρόνος ανάκτησης της επένδυσης (Return on Investment) επιμηκύνεται, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιπτώσεις έχει δαπανηθεί κεφάλαιο έως 20.000 ευρώ για την υλοποίηση εργασιών ανακαίνισης, προκειμένου ένα ακίνητο να καταστεί κατάλληλο προς βραχυχρόνια μίσθωση.

Σύμφωνα, εξάλλου, με τους ειδικούς, κατά την ολιγοήμερη μίσθωση ενός ακινήτου, το τελικό όφελος για τον διαχειριστή τοποθετείται στο 35% επί του συνόλου των εσόδων. Υπολογίζεται ότι το υπόλοιπο 65%, που αντιπροσωπεύει τις δαπάνες του ιδιοκτήτη, κατευθύνεται στη φορολογία (15%), στην προμήθεια της πλατφόρμας (5%), στις λειτουργικές δαπάνες του διαμερίσματος (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, τηλεφωνία, κοινόχρηστα) και στον καθαρισμό του διαμερίσματος. Στα έξοδα συγκαταλέγονται η συντήρηση και η επιδιόρθωση φθορών και ζημιών, ενώ ένα μικρό μονοψήφιο ποσοστό της εξίσωσης αφορά το κόστος μετάβασης του ιδιοκτήτη – διαχειριστή στην τοποθεσία του καταλύματος, όταν αυτή βρίσκεται σε μακρινή απόσταση από τη μόνιμη κατοικία του.

Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι τείνουν να παρομοιάζουν τη δραστηριότητα της βραχυπρόθεσμης ενοικίασης ενός ακινήτου με εργασία πλήρους απασχόλησης, όταν δεν ανατίθεται σε εξειδικευμένες εταιρείες.

Πηγή: Η Καθημερινη