Του Γιώργου Κουκούνη*

“Αποτελεί πράξη διαχείρισης της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους και δεν ελέγχεται δικαστικά”

Η διάθεση κρατικής γης ρυθμίζεται από τους Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 18 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ.224 και μπορεί να γίνει μόνο κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με όρους, προϋποθέσεις και κριτήρια που καθορίζονται στους Κανονισμούς. «Διάθεση» σημαίνει παραχώρηση, μίσθωση, ανταλλαγή ή αποξένωση με οποιοδήποτε τρόπο ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας και συμπεριλαμβάνει την παροχή διόδου από αυτή και τη χορήγηση άδειας χρήσης της. Όταν η Δημοκρατία αποφασίζει τη διάθεση κρατικής γης, θεωρείται ότι διαχειρίζεται ιδιωτική περιουσία του κράτους και η πράξη της εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Είναι πράξη διαχείρισης της ιδιωτικής περιουσίας του κράτους που στηρίζεται στα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα και δεν σχετίζεται με την άσκηση της εξουσίας του σαν αρχής. Η διάθεση κρατικής περιουσίας δεν αποτελεί πράξη του δημοσίου ζωτικής σημασίας, η δε διαχείριση της ρυθμίζεται από την ανωτέρω ειδική νομοθεσία και μπορεί να γίνει κυρίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:- (α) παραχώρηση μικρών τεμαχίων, (β) εκμίσθωση για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, (γ) διάθεση για γεωργικούς, κτηνοτροφικούς, οικιστικούς, τουριστικούς και βιομηχανικούς σκοπούς, (δ) ανταλλαγή ακίνητης ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εκτός αν γίνεται για σκοπούς ευθυγράμμισης και αναπροσαρμογής συνόρων ενός ή περισσότερων όμορων τεμαχίων γης ή για βελτίωση του οδικού δικτύου, (ε) ανταλλαγή σε περίπτωση απαλλοτρίωσης, όταν το ποσό της αποζημίωσης καθίσταται οριστικό και η απαλλοτρίωση αποστερεί από τον αιτητή ολόκληρο ή μέρος του τεμαχίου το οποίο χρησιμοποιείτο σαν κατοικία ή πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση κατοικίας ή χρησιμοποιείτο για επαγγελματικό σκοπό και η οικονομική κατάσταση του αιτητή κρίνεται πενιχρή. 

Η περίπτωση ιδιοκτήτη κτήματος που συνόρευε με κρατική γη, ο οποίος αιτήθηκε την εκμίσθωση της για γεωργικούς σκοπούς, αλλά η αίτηση του απορρίφθηκε διότι δεν καλυπτόταν από τις πρόνοιες του Κανονισμού 5 λόγω του ότι βρίσκεται σε κοινότητα που αναπτύσσεται οικιστικά με την ανέγερση εξοχικών κατοικιών και ο αιτητής είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και δεν είναι επαγγελματίας γεωργός, εξετάστηκε δύο φορές από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η προσφυγή του πρωτόδικα απορρίφθηκε, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είχε σκοπό την προαγωγή οποιουδήποτε δημοσίου συμφέροντος, αλλά αποκλειστικά τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Κράτους. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την εν λόγω απόφαση του, ουσιαστικά προστάτευσε τα οικονομικά συμφέροντα του κράτους και ως αποτέλεσμα η προσφυγή στρεφόμενη προς μη εκτελεστή πράξη κρίθηκε απορριπτέα. Ο αιτητής δεν ικανοποιήθηκε και προσέβαλε την απόφαση με αναθεωρητική έφεση, η οποία εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Α.Ε. 45/2012 ημερ.29.5.2018, το οποίο υιοθέτησε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η παραχώρηση του κρατικού τεμαχίου δεν αποσκοπούσε στην προώθηση δημόσιου σκοπού και δεν παρουσίαζε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κοινό. Τόνισε ότι πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνιστά διαχείριση περιουσίας του Κράτους, δεν είναι εκτελεστή πράξη και δεν εμπίπτει στο δημόσιο, αλλά στο ιδιωτικό δίκαιο. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλυσε πότε μια πράξη της Διοίκησης εμπίπτει στη σφαίρα του Δημόσιου και πότε του Ιδιωτικού Δικαίου, παραπέμποντας στη νομολογία όπου τονίζονται τα ακόλουθα: «Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας εκτελεστών διοικητικών πράξεων. Πράξη για να είναι εκτελεστή θα πρέπει να είναι (α) προϊόν άσκησης εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας, (β) από όργανο, αρχή ή πρόσωπο, (γ) το όργανο να ενεργεί στη σφαίρα του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και (δ) να παράγει νομικά αποτελέσματα με άμεση νομική ισχύ. Το κύριο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ πράξεων δημοσίου δικαίου και πράξεων ιδιωτικού δικαίου είναι η φύση της ίδιας της πράξης και ο επιδιωκόμενος με την πράξη αυτή σκοπός. Πράξη ή απόφαση μπορεί να εκδοθεί από διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας του και εντούτοις να εκφεύγει του ελέγχου του δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, γιατί ο κύριος σκοπός που επιδιώκεται με την πράξη ή την απόφαση αυτή δεν είναι δημοσίου συμφέροντος, αλλά ο καθορισμός αστικών δικαιωμάτων των πολιτών. Η έγερση ζητημάτων που προσελκύουν το ενδιαφέρον του κοινού δεν θεωρήθηκε αρκετή για να θεωρηθεί ότι η πράξη κείται εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. Ο χαρακτήρας της πράξης παραμένει αναλλοίωτος, έστω κι αν η απόφαση επηρεάζει παρεμπιπτόντως δικαιώματα του ευρύτερου κοινού, εφόσον ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι η ρύθμιση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου.»

 *Δικηγόρου στη Λάρνακα