Του Γιώργου Κουκούνη*

“Η επίλυση κληρονομικών διαφορών και η αναγνώριση κληρονομικών δικαιωμάτων γίνεται μόνο με αγωγή”

Η κληρονομική διαδοχή δημιουργεί αρκετές φορές διαφορές μεταξύ συγγενών

κληρονομούμενου προσώπου που καταλήγουν στα Δικαστήρια και δημιουργούν αρνητικά συναισθήματα, ακόμη και έχθρα, πέραν της ψυχικής πίεσης και οδύνης που βιώνουν. Η ρύθμιση κληρονομικών δικαιωμάτων μέσω διαθήκης δεν επιλύει ενδεχόμενα προβλήματα, αλλά η διάθεση περιουσίας εν ζωή από τον κληρονομούμενο είτε απευθείας με μεταβίβαση αιτία δωρεάς ή με περιορισμούς είτε με εμπίστευμα επιλύει αυτές τις ανεπιθύμητες καταστάσεις. Το ζήτημα ενδιαφέρει γονείς που διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία πέραν αυτών που ήδη διέθεσαν σε τέκνα τους, ή εκεί όπου κάποιο από τα τέκνα του δεν βρίσκεται στη ζωή αλλά έχει κατιόντες, ή εκεί όπου υπάρχουν ετεροθαλή τέκνα, ως επίσης πρόσωπα χωρίς σύζυγο ή απογόνους ή ακόμη όταν η υγεία του κληρονομούμενου είναι εξασθενημένη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εναπόκειται στον ίδιο τον ενδιαφερόμενο να διευθετήσει ενόσω βρίσκεται στη ζωή τον τρόπο διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων, παρά να τα αφήσει σε εκκρεμότητα μετά το θάνατο του. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάγνωση της κληρονομικής διαδοχής και του μεριδίου των κληρονόμων επί της περιουσίας αποβιώσαντος προσώπου σε περίπτωση ύπαρξης κληρονομικών διαφορών. Η προσφερόμενη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η αγωγή και όχι με εναρκτήρια αίτηση ή ενδιάμεση στα πλαίσια αίτησης διαχείρισης κληρονομιάς. 

Οι πρόνοιες του άρθρου 53 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Αποθανόντων Νόμου, Κεφ.189 καθορίζουν συγκεκριμένα ζητήματα που χρήζουν επίλυσης από το Δικαστήριο με εναρκτήρια αίτηση, όπως ζητήματα που επηρεάζουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα προσώπου που αξιώνει ότι είναι πιστωτής, κληροδόχος, πλησιέστερος συγγενής ή εκ του νόμου κληρονόμος, τη διακρίβωση της τάξης πιστωτών, κληροδόχων, πλησιέστερων συγγενών, την έγκριση οποιασδήποτε πώλησης, αγοράς, συμβιβασμού ή άλλης συναλλαγής, την παροχή λογαριασμών, την καταβολή στο Δικαστήριο χρημάτων που βρίσκονται στα χέρια εκτελεστή ή διαχειριστή, την έκδοση οδηγιών προς αυτούς και την επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος που προκύπτει κατά τη διαχείριση της κληρονομιάς. Έχει νομολογηθεί ότι η ανωτέρω πρόνοια δεν στοχεύει στην επίλυση διαφορών όπου υπάρχει έντονη αμφισβήτηση και όπως αναφέρει η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κα Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου στην απόφαση της ημερ.11.2.2019, όπου ένα άτομο ισχυρίζεται ότι είναι νόμιμος κληρονόμος αποβιώσαντα είτε μαζί με άλλους είτε κατ’ αποκλεισμό άλλων και υφίσταται αμφισβήτηση των γεγονότων που θα τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς του, τότε η ορθή δικονομική οδός προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων του δεν είναι αυτή της εναρκτήριας κλήσης αλλά εκείνη της καταχώρησης αγωγής. 

Ο αιτητής επί του προκειμένου επιζητούσε από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος με το οποίο να καθορίζεται η κληρονομική διαδοχή και το έκαστο μερίδιο των κληρονόμων επί της περιουσίας αποβιώσαντος. Προώθησε το αίτημα του μέσω εναρκτήριας αίτησης και υπήρξε ένσταση από τους άλλους κληρονόμους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το μέσο αυτό δεν ήταν ο ενδεδειγμένος τρόπος επίλυσης κληρονομικών διαφορών, περιλαμβανομένου του καθορισμού κληρονομικής διαδοχής. Το Δικαστήριο συμφώνησε με την πλευρά των κληρονόμων και διέκρινε την παρούσα περίπτωση από την αυθεντία Wortham κ.α. ν. Τσίμον, αφού εκεί ο αποβιώσας είχε αφήσει διαθήκη με κληροδοτήματα, κάτι το οποίο δεν ίσχυε στην υπό κρίση υπόθεση, διότι η διαθήκη του αποβιώσαντα είχε ακυρωθεί δικαστικά και εκ συμφώνου, γι’ αυτό και κατέληξε ότι η διαδικασία που επιλέγηκε δεν ήταν η κατάλληλη για επίλυση των εγειρόμενων ζητημάτων. Στην ανωτέρω αυθεντία, το Εφετείο έκρινε ότι ο καθορισμός του ύψους των κληροδοτημάτων και/ή κληρονομικών μεριδίων των κληροδόχων και κληρονόμων του αποβιώσαντος δυνάμει της ύπαρξης διαθήκης μπορούσε να εξεταστεί σε εναρκτήρια κλήση.

Ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος διέπει τη διάθεση περιουσίας με διαθήκη, καθώς και το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς, καθορίζοντας ότι όταν πρόσωπο αποβιώσει αφήνοντας: (α) σύζυγo και τέκvo ή σύζυγo και κατιόvτα τέκvoυ ή όχι σύζυγo αλλά τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo έvα τέταρτo της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς, (β) σύζυγo ή πατέρα ή μητέρα, αλλά όχι τέκvo ή κατιόvτα τέκvoυ, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς δεv θα υπερβαίvει τo ήμισυ της καθαρής αξίας της κληρovoμιάς, (γ) oύτε σύζυγo, oύτε τέκvo oύτε κατιόvτα τέκvoυ, oύτε πατέρα oύτε μητέρα, τo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς είvαι τo σύvoλo της κληρovoμιάς. Περαιτέρω, όταν πρόσωπo, τo οπoίo έχει διαθέσει με διαθήκη μέρoς της κληρovoμιάς τoυ τo οπoίo είvαι μεγαλύτερo από τo διαθέσιμo μέρoς της, η διάθεση αυτή μειώvεται και περικόπτεται αvάλoγα, ώστε vα περιoριστεί στo διαθέσιμo μέρoς της κληρovoμιάς. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα