Του Στέλιου Αχνιώτη*

Στις αρχές Σεπτεμβρίου εκπροσώπησα το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ) στο 4ο Συνέδριο Αντισεισμικής Μηχανικής και Τεχνικής Σεισμολογίας, το οποίο έγινε στην Αθήνα. Το Συνέδριο διοργανώθηκε από το Ελληνικό Τμήμα Αντισεισμικής Μηχανικής και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, με την υποστήριξη του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Κύπρου και του ΕΤΕΚ. Σκοπός του Συνεδρίου ήταν να φέρει κοντά την επιστημονική και επαγγελματική κοινότητα των Ελλήνων μηχανικών και σεισμολόγων και να παρουσιάσει την πρόοδο που έχει επιτελεστεί την τελευταία εικοσαετία στην αποτίμηση και απομείωση του σεισμικού κινδύνου.

Όπως ανέφερα και στην ομιλία μου στο Συνέδριο, στην Κύπρο έχουμε υιοθετήσει από το 2012 τους Ευρωκώδικες, δηλαδή όλη τη σειρά των ευρωπαϊκών προτύπων 1990 ως υποχρεωτικούς για το σχεδιασμό κτηρίων και κατασκευών. Όμως, κορυφαίο ζήτημα στην Κύπρο είναι το υφιστάμενο, εν πολλοίς γηρασμένο, κτιριακό απόθεμα το οποίο κατασκευάστηκε προ του 1994 όπου για πρώτη φορά εισήχθησαν αντισεισμικές πρόνοιες στον οικοδομικό μας κώδικα. 

Το θέμα της βέλτιστης διαχείρισης του κτηριακού αποθέματος αλλά και των υποδομών που κατασκευάστηκαν με χαλαρές ή και ελάχιστες απαιτήσεις ως προς το σεισμό έχει την επιστημονική/τεχνική του πτυχή, αλλά, ταυτόχρονα, είναι ένα θέμα κοινωνικοοικονομικό. Και εδώ θα δανειστώ τα λόγια του εκλεκτού ομότιμου καθηγητή Θεοδόση Τάσιου ο οποίος πρόσφατα δήλωσε: «Ο σεισμός έχει ταξική συνείδηση, «διότι διεθνώς, ποια σπίτια είναι εκείνα τα οποία θα γκρεμίσει; Τα σπίτια των φτωχών. Γιατί τα σπίτια των φτωχών; Διότι αυτά είτε είναι αυθαίρετα, είτε δεν έγιναν με μελέτες, είτε είναι τα παλαιότερα από όλα. Η διακινδύνευση, που είναι το ρίσκο που λέμε, δηλαδή οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες από την εκδήλωση του κινδύνου, είναι μεγάλες ή μικρές, ανάλογα με τη θέση, με τον πλούτο, με το σπίτι όπου μένεις».

Επί του πιο πάνω θέματος το ΕΤΕΚ έχει κάνει σειρά παρεμβάσεων τα τελευταία χρόνια για να ξεκινήσει τουλάχιστον μια δημόσια συζήτηση η οποία να στοχεύσει, πρώτον, στην αναγνώριση αυτού του προβλήματος και, δεύτερον, στον καθορισμό μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την ολιστική αντιμετώπισή του. Σχετικές με το θέμα είναι η πρόσφατη θεσμοθέτηση της τακτικής επιθεώρησης, περιλαμβανομένων και δομοστατικών στοιχείων των σταδίων όπου διεξάγονται ποδοσφαιρικοί αγώνες αλλά και κτιριακών υποδομών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στο ίδιο πλαίσιο και οι προσπάθειες του ΕΤΕΚ για ρύθμιση της τακτικής επιθεώρησης όλων των κτιρίων τα οποία είναι μεγαλύτερα από μια διπλοκατοικία, αλλά και του καθορισμού ενός αυστηρότερου πλαισίου για κατακόρυφες επεκτάσεις σε υφιστάμενες οικοδομές. Σημειώνω ιδιαίτερα την πετυχημένη προσπάθεια και το πρόγραμμα για επιθεώρηση και εν τέλει αντισεισμική αναβάθμιση των δημόσιων σχολείων δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης όπως και των προσφυγικών οικισμών που κατασκευάστηκαν αμέσως μετά την τουρκική εισβολή του 1974. Το πρόγραμμα με τα σχολικά κτίρια άρχισε προ 15ετίας, περίπου, με πρωτοβουλία του ΕΤΕΚ και έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Το πρόγραμμα που αφορά τους προσφυγικούς οικισμούς άρχισε και πάλι με πρωτοβουλία του ΕΤΕΚ πριν από 12 χρόνια, περίπου, και είναι υπό εξέλιξη.  Σημαντική ήταν, επίσης, και η προσπάθεια για ρύθμιση της υποχρέωσης δομοστατικής επιθεώρησης παλαιών οικοδομών πριν την πραγματοποίηση ενεργειακής αναβάθμισης τους. 

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον εάν παρατηρήσει κάποιος την εξέλιξη της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων θα προσέξει ότι από το 1993 όταν ψηφίστηκε η πρώτη οδηγία, η λεγόμενη SAVE, για το θέμα μέχρι και σήμερα, αυτή η στρατηγική, εξελίσσεται σταδιακά και σταθερά. Στόχος είναι όπως το 2050 καταστούν σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης. Μέρη της στρατηγικής είναι οι νομοθετικές ρυθμίσεις, η αξιοποίηση των τεχνολογικών εξελίξεων, μέτρα ευαισθητοποίησης του κοινού και χρηματοδοτικά εργαλεία. 

Εάν εμείς κατά παρόμοιο τρόπο αποφασίσουμε ότι όλα τα κτίρια και κρίσιμες υποδομές μέχρι το 2050 συμμορφώνονται κατ’ ελάχιστον με τις απαιτήσεις των Ευρωκωδίκων του 2020 οφείλουμε να πράξουμε κάτι ανάλογο και να ξεκινήσουμε το συντομότερο δυνατό. Αυτό που προέχει είναι να θέσουμε τον κορυφαίο και αμετάκλητο στόχο και να ξεκινήσουμε το συντομότερο δυνατό μια πορεία με μικρά, εφικτά και σταθερά βήματα προς αυτόν. Σημαντικότερο είναι σε αυτή τη προσπάθεια να μην έχουμε πισωγυρίσματα και όλες μας οι ενέργειες να είναι στοχοπροσηλωμένες. Παράλληλα θα πρέπει να συνεχίσουμε τις προσπάθειες για μερική χρηματοδότηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, δηλαδή της αποτίμησης και αντισεισμικής ενίσχυσης παλαιών οικοδομών και υποδομών και από Κοινοτικούς πόρους.

*Πολιτικός Μηχανικός, Πρόεδρος ΕΤΕΚ