Του Γιώργου Κουκούνη*

“Η τήρηση άρτιου πρακτικού αποτελεί προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης”

Η απαλλοτρίωση ακινήτου για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας αποτελεί σύνθετη διοικητική πράξη, η οποία συντελείται σε πρώτο στάδιο με την απόφαση της αρμόδιας αρχής να γνωστοποιήσει την πρόθεση της για απαλλοτρίωση συγκεκριμένου ακινήτου και στη συνέχεια ακολουθεί η απόφαση με βάση την οποία εκδίδεται το διάταγμα απαλλοτρίωσης, η οποία είναι και η εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε έλεγχο ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Η Διοίκηση, κατά τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης που επηρεάζει ιδιοκτησιακά δικαιώματα, οφείλει να προβαίνει σε δέουσα έρευνα, να καταγράφει σε σχετικό πρακτικό όλα τα στοιχεία που επιδρούν στη διαμόρφωση της τελικής της κρίσης και να αιτιολογεί την απόφαση της, παρέχοντας τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου σε περίπτωση προσφυγής. Έχει νομολογηθεί ότι η απόφαση για απαλλοτρίωση απαιτεί την εξάντληση όλων των δυνατοτήτων επίτευξης του σκοπού με το λιγότερο επαχθή τρόπο και τα πρακτικά αποτελούν προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία. Η Διοίκηση δεν νομιμοποιείται να αποπειράται εκ των υστέρων να νομιμοποιήσει παράνομη πράξη της, όπως είναι η διάνοιξη δρόμου χωρίς απαλλοτρίωση ή επίταξη, καθότι αυτό αντίκειται στις αρχές του διοικητικού δικαίου. Τέτοιες πράξεις της Διοίκησης πλήττουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και οποιαδήποτε επέμβαση πρέπει να γίνεται με τρόπο και διαδικασίες που να μην αφήνουν αμφιβολίες και ερωτηματικά, όπως είναι η ετοιμασία σχεδίου που να καθορίζει επακριβώς την έκταση και το ακριβές μέρος του υπό απαλλοτρίωση ακινήτου ώστε το διάταγμα απαλλοτρίωσης να περιβάλλεται με νομιμότητα. 

Η απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου να εκδώσει διάταγμα απαλλοτρίωσης μέρους ακινήτου για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για τη διαπλάτυνση/κατασκευή και εγγραφή δημόσιου δρόμου, αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε και το ζήτημα της μη τήρησης άρτιων πρακτικών από το Συμβούλιο. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, παρόλο που δεν δικογραφήθηκε στην αίτηση ακυρώσεως, κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι συνδέεται άρρηκτα με τη σύνθεση και λειτουργία του συλλογικού οργάνου που αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης και μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Ο Δικαστής κ. Φ. Κωμοδρόμος, στην απόφαση του ημερ.23.3.2018 στην υπόθεση αρ.1448/2014, αναφέρεται στα ανωτέρω, όπως και στην ανάγκη τήρησης άρτιων πρακτικών ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα δικαστικού ελέγχου, ανάγκη που κωδικοποιείται στο άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου. Ο επηρεαζόμενος ιδιοκτήτης προσέβαλε τη νομιμότητα και την εγκυρότητα της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου να εκδώσει διάταγμα απαλλοτρίωσης μέρους του ακινήτου του, ισχυριζόμενος ότι η διοικητική πράξη είχε σκοπό την εκ των υστέρων νομιμοποίηση μιας εις βάρος του παρανομίας και δη της παράνομης επέμβασης που συντελέστηκε στο ακίνητο του για πολλά χρόνια με τη διάνοιξη και κατασκευή δρόμου, τον οποίο το Συμβούλιο συνεχίζει να συντηρεί και επισκευάζει. Το Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στο πρακτικό που βρίσκεται στο διοικητικό φάκελο, όπου καταγράφεται μία και μόνη παράγραφος αναφορικά με την προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση, χωρίς να καταγράφεται οποιαδήποτε τυχόν συζήτηση μεταξύ των μελών του Συμβουλίου, δεν φαίνεται ποιος τήρησε το πρακτικό, αλλά και το πλέον σημαντικό, δεν φέρει οποιαδήποτε υπογραφή. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι επρόκειτο για ελλιπές πρακτικό που ουδόλως ανταποκρινόταν στο άρθρο 24 του Νόμου.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι πέραν της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου να προχωρήσει στην επίδικη απαλλοτρίωση, ουδέν αναφέρεται στο συγκεκριμένο πρακτικό ως προς το τι λήφθηκε υπόψη για τη λήψη της εν λόγω απόφασης. Το Συμβούλιο όφειλε να καταγράψει τα στοιχεία που διαμόρφωσαν την τελική του κρίση, ιδιαίτερα μάλιστα εφόσον υφίσταντο έντονες αντιδράσεις εκ μέρους του αιτητή για την επίδικη απαλλοτρίωση, καθώς και ισχυρισμοί περί παράνομα κατασκευασμένου δρόμου χωρίς προηγούμενη έγκριση. Το Δικαστήριο περαιτέρω έκρινε ότι πέραν της ανεπάρκειας της έρευνας εκ μέρους του Συμβουλίου, και η αιτιολογία που δόθηκε επί του θέματος ήταν ανεπαρκής. Όφειλε να καταγράψει στο πρακτικό γιατί δεν ήταν προτιμητέα οποιαδήποτε άλλη λιγότερο επαχθής λύση από την τελικώς επιλεγείσα, έχοντας βεβαίως κατά νου και την πάγια και διαχρονική νομολογιακή προσέγγιση ότι η απαλλοτρίωση είναι δυσμενέστατο και επαχθές μέτρο, διότι αποστερεί τον ιδιοκτήτη της γης από την περιουσία του και ότι η φύση μιας τέτοιας απόφασης προϋποθέτει έρευνα και εξάντληση των δυνατοτήτων επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, με άλλο, λιγότερο επαχθή τρόπο. Κατέληξε ότι υφίστατο και ζήτημα έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης διοικητικής πράξης, την οποία ακύρωσε. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα