Του Τάσου Γιασεμίδη
Η πορεία των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε μεγάλο βαθμό είναι συνυφασμένη με την πορεία της αγοράς των ακινήτων και του κατασκευαστικού τομέα. Από τη μια εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εταιρικών δανείων (μαζί με αυτές του τουριστικού τομέα) και από την άλλη τα ακίνητα αποτελούν την πρωταρχική εξασφάλιση σε δάνεια. Είναι γνωστό ότι τα κυπριακά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά δανεισμού, απόρροια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης κατά την περίοδο πριν την κρίση και το μνημόνιο. Το πρόβλημα για την κοινωνία συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πώληση των δανείων σε επενδυτικά ταμεία. Πολλά τα παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν. Άλλωστε, πριν μια δεκαετία βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων (ο τρόπος υπολογισμού άλλαξε άρδην τώρα), χωρίς να δίνεται η απαραίτητη σημασία στη δυνατότητα αποπληρωμής.
Επιπλέον, πολλοί οργανισμού απέτυχαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς και υπό την πίεση του υψηλού δανεισμού οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.
Είναι σύνηθες το φαινόμενο τα επιχειρηματικά σχέδια και ο προϋπολογισμός που ετοιμάζεται για μια εταιρεία να είναι φιλόδοξος, χωρίς να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της εγχώριας αγοράς και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταβλητότητα.
Η αναγκαιότητα για συνεχή εξέλιξη των επιχειρηματικών οργανισμών και η λήψη διορθωτικών μέτρων όταν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται είναι επιβεβλημένες. Το ίδιο σημαντική είναι και η εκ των προτέρων εξασφάλιση σωστής χρηματοδότησης, χωρίς υπερβολική μόχλευση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. Οι αλλαγές εντός των επιχειρήσεων τροφοδοτούνται είτε λόγω των προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί, είτε λόγω των ευκαιριών που δημιουργούνται. Για παράδειγμα, αν δύο εταιρείες θεωρούν ότι με τη συγχώνευσή τους θα μειώσουν το κόστος και θα ενισχύσουν το συνολικό μερίδιο αγοράς, τότε παρά να δρουν ανεξάρτητα ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη, το πιο πιθανό είναι πως θα προχωρήσουν σε συγχώνευση.
Μοντέλα διοίκησης
Δυστυχώς, τα μοντέλα διοίκησης έχουν πολλές φορές την ευθύνη για την κατάρρευση ενός οργανισμού, είτε λόγω της αδυναμίας τους να αντιληφθούν έγκαιρα τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο επιχειρηματικό μοντέλο, είτε στα δομικά λάθη που υπάρχουν στην εταιρεία. Είναι κλασικό φαινόμενο για επιχειρήσεις το λεγόμενο overtrading, δηλαδή να προσπαθείς να αναπτυχθείς απότομα χωρίς να έχεις να διαθέτεις τη ρευστότητα και τις υποδομές για να στηρίξεις τη συγκεκριμένη ανάπτυξη.
Σε μια επιχείρηση υπάρχουν τα σταθερά και τα μεταβαλλόμενα έξοδα. Τα σταθερά είναι αυτά που τρέχουν είτε ανοίξει η επιχείρηση είτε όχι, όπως για παράδειγμα το ενοίκιο και οι αποσβέσεις. Από την άλλη, τα μεταβαλλόμενα είναι τα έξοδα τα οποία αυξομειώνονται ανάλογα με τον κύκλο εργασιών της εταιρείας, όπως τα έξοδα προώθησης. Οι διοικήσεις των εταιρειών θα πρέπει να προσέξουν και τις δύο μορφές εξόδων. Τα σταθερά έξοδα θα πρέπει να καλύπτονται σημαντικά από τον όγκο των πωλήσεων (αλλιώς η επιχείρηση θα έπρεπε να έχει ήδη κλείσει), ενώ συνέργειες θα πρέπει να αναπτύσσονται για τα μεταβαλλόμενα, ώστε μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις πωλήσεις να μην προϋποθέτει ίση ή και μεγαλύτερη αύξηση στα έξοδα.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η διαχείριση των προμηθευτών. Σε αυτή τη σχέση θα πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο. Για παράδειγμα, γρηγορότερη αποπληρωμή τους θα πρέπει να συνδέεται με μεγαλύτερες εκπτώσεις, κάτι που μειώνει το κόστος πωλήσεων και αυξάνει το περιθώριο κέρδους.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε βελτίωση στη διαχείριση των πιο πάνω θεμάτων, κυρίως λόγω της πίεσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να λαμβάνουν πληροφόρηση σε τακτά χρονικά διαστήματα για την πορεία των δραστηριοτήτων των δανειοληπτών. Ζητήματα όπως η οργανωτική δομή το επιχειρηματικό σχέδιο, η ανάλυση των εξόδων και το μείγμα των μηχανισμών χρηματοδότησης, πρέπει να χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, ειδικότερα στις περιπτώσεις επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και νέων σχετικά επιχειρήσεων.
Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι λύσεις είναι πολύ πιο εύκολες όταν η οικονομία παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα κρατικά ταμεία πλεονάσματα. Με την ανεργία να μειώνεται και το οικογενειακό εισόδημα να αποκαθίσταται, οι αναδιαρθρώσεις γίνονται πιο εύκολες, όχι φυσικά για όλα τα δάνεια, εφόσον κάποια είναι (και ενδεχομένως να ήταν από την πρώτη μέρα) μη βιώσιμα.
Σε ό,τι αφορά τον τομέα των ακινήτων, το 2019 ήταν ακόμη μια καλή χρονιά για τον τομέα, κυρίως λόγω της μεγάλης ζήτησης από το εξωτερικό το πρώτο εξάμηνο του χρόνου, η οποία ατόνησε στο δεύτερο μισό, προκαλώντας προβληματισμό στους επαγγελματίες του κλάδου. Ο τομέας των ακινήτων χαρακτηρίζεται από κυκλικότητα, όπως άλλωστε και η οικονομία στο σύνολό της, με περιόδους αύξησης της ζήτησης των ακινήτων και αύξηση των τιμών και περιόδους διόρθωσης. Σημειώνεται ότι όσο πιο ορθολογιστική είναι η αύξηση στη ζήτηση, δηλαδή να μην είναι αποτέλεσμα ευκαιριακών συνθηκών, τόσο πιο εύκολη είναι η απορρόφηση των κραδασμών από πιθανή διόρθωση.
Ένα στοιχείο που θα πρέπει να αναλυθεί σε περίπτωση διόρθωσης της αγοράς, είναι το όσο ανθεκτικές είναι οι εταιρείες του τομέα αλλά και η Κύπρος γενικότερα. Αν δηλαδή η σημαντική ενίσχυση του τομέα τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε απομόχλευση των εταιρειών σε τέτοιο σημείο, που να μπορούν να απορροφήσουν ενδεχόμενους κραδασμούς.