Του δρος Γιάννη Βογιατζάκη*

Άλλη μια παγκόσμια ημέρα κατά της ερημοποίησης και της ξηρασίας και ταυτόχρονα φέτος συμπληρώνονται 25 χρόνια από άλλη μία παγκόσμια σχετική σύμβαση (Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της ερημοποίησης - UNCCD). Το φαινόμενο της ερημοποίησης, σύμφωνα με την UNCCD, σημαίνει «υποβάθμιση της γης σε ξηρές, ημι-άνυδρες και ξηρές, υφυγρές περιοχές που προκύπτουν από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των κλιματολογικών διακυμάνσεων και των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων».

Ο Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και ιστορικός François-René de Chateaubriand έγραψε ότι «τα δάση προηγούνται της ανθρωπότητας, οι έρημοι έπονται». Αυτή η άποψη κυριάρχησε στις ιστορικές αναδρομές πολλών ταξιδιωτών στις Μεσογειακές περιηγήσεις τους. Ιστορικά, η άποψη των Βόρειο-ευρωπαίων για το τι συνιστά απερήμωση έχει πολλές φορές αποτελέσει θέμα διαμάχης στην επιστημονική κοινότητα. Η έννοια της απερήμωσης πηγάζει εν μέρει από μια ρομαντική θεώρηση, η οποία χρησιμοποιεί ιστορικές αναφορές τρίτων για την περιοχή, χωρίς επιστημονικά δεδομένα, αλλά και από την αντίληψη για το τι συνιστά δάσος στην Βόρεια Ευρώπη σε σχέση με τη Μεσόγειο. Για να αποφανθεί, όμως, κάποιος αν συντελείται υποβάθμιση σε μια περιοχή απαιτείται η μελέτη ορθών ιστορικών δεδομένων. Οι κλιματικές και οι γεωλογικές συνθήκες και το ανάγλυφο καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα μιας περιοχής. Κάποιες περιοχές σε βάθος χρόνου, λόγω των εγγενών αυτών ιδιοτήτων, δεν έχασαν τη φυσιογνωμία τους και παρέμειναν ξηρές και αφιλόξενες προς τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Άλλες πάλι έχουν υποστεί έντονες διαχρονικές αλλαγές, οι οποίες τις έχουν καταστήσει "αφιλόξενες" σχετικά πρόσφατα.

Οι περίπλοκες σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον, σε συνδυασμό με βιοφυσικούς, κοινωνικό-οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες σε μία περιοχή καθιστούν δύσκολη τη χαρτογράφηση/αποτίμηση της ερημοποίησης παγκοσμίως. Οι κύριες διαδικασίες για την επαγόμενη ερημοποίηση είναι η διάβρωση του εδάφους, η απώλεια γονιμότητας του εδάφους και η μακροχρόνια απώλεια φυσικής ή επιθυμητής βλάστησης. Κάποιες μελέτες αναφέρουν ότι 14 εκατομμύρια εκτάρια (8% της συνολικής επιφάνειας) στην Ευρώπη είναι πάρα πολύ ευαίσθητα ή πολύ ευαίσθητα στην ερημοποίηση και πάνω από 40 εκατομμύρια εκτάρια (23%) χαρακτηρίζονται ως μέτρια ευαίσθητα.

Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζεται από και επηρεάζει την αλλαγή του κλίματος και την απώλεια βιοποικιλότητας. Η υποβάθμιση της γης προκαλεί μείωση της παραγωγικότητάς της και είναι επομένως πιθανό να οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα φτώχειας. Η Διάσκεψη Κορυφής της Γης στο Ρίο ντε Τζανέιρο είχε ως αποτέλεσμα το σχέδιο δράσης και τις συστάσεις που τεκμηριώθηκαν στην Ατζέντα 21 (UNCED 1992). Εκτός από τις γενικές και παγκόσμιες συστάσεις για συμβατικά μέτρα διατήρησης του εδάφους και αποκατάστασης της γης, πολλές από τις πιο σημαντικές συστάσεις καλύπτουν τη σφαίρα της κοινωνικοοικονομίας και προκρίνουν μέτρα για την καταπολέμηση της φτώχειας, για την ευρύτερη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινωνιών και για τον έλεγχο της ερημοποίησης. Ωστόσο, οι κοινωνικοοικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες αναγνωρίζονται πλέον ως σημαντικές κινητήριες δυνάμεις πίσω από την κακή χρήση της γης που συμβάλλουν στην επιδείνωση του φαινομένου. Με άλλα λόγια δεν είναι "απλά" ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά είναι μείζον κοινωνικό θέμα για πολλές περιοχές του πλανήτη. Όταν δε οι περιοχές αυτές έχουν σαφή όρια και περιορισμένη έκταση, όπως ένα νησί, αντιλαμβάνεται κάποιος τη σοβαρότητα του θέματος.

Με τον ίδιο τρόπο που στην ιατρική ο όρος ‘σύνδρομο’ αφορά σε ένα άθροισμα κλινικών συμπτωμάτων που σχετίζονται με την ίδια κλινική εικόνα, έτσι και στη μελέτη της ερημοποίησης έχει προταθεί η χρήση της ίδιας έννοιας κατ' αναλογία για να περιγραφεί η ευπάθεια μιας περιοχής και κυρίως οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από το φαινόμενο. Τα σύνδρομα μπορούν να σχετίζονται με την (ύπερ-)κατανάλωση πόρων ή με τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες σε τοπικό επίπεδο. Αυτή η κατηγοριοποίηση βοηθά τόσο στην κατανόηση του φαινομένου, όσο και στην ανάληψη στοχευμένων δράσεων. Σε ένα φυσικό οικοσύστημα ως «οικολογική αποκατάσταση» ορίζεται η «διαδικασία κατά την οποία ανακτάται η οικολογική ακεραιότητα του οικοσυστήματος που έχει καταστραφεί ή υποβαθμιστεί». Η ερημοποίηση είναι πιο σύνθετη, καθώς  πέραν της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, οι δευτερογενείς αλλά άμεσες επιδράσεις είναι και κοινωνικο-οικονομικές.  Οι παρεμβάσεις μας δε, δεν μπορούν παρά να διέπονται από ιεράρχηση στην κατανομή της προσπάθειας (και των πόρων). Τι νόημα έχει η αποκατάσταση σε περιοχές όπου η πορεία της υποβάθμισης γαιών είναι μη αναστρέψιμη ή όπου η φυσιογνωμία της περιοχής ήταν πάντα αφιλόξενη προς τις ανθρώπινες δραστηριότητες;

Οι πολιτικές είναι επιθυμητές και επιτακτικές, ενώ τα μέτρα που τις συνοδεύουν είναι απαραίτητα και κάποια από αυτά περιγράφονται ήδη επαρκώς σε «Εθνικά Σχέδια για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης». Αυτό όμως, το οποίο δεν επιβάλλεται, αλλά προβάλει μονόδρομος, είναι η αλλαγή του τρόπου σκέψης στη διαχείριση γαιών. Εν μέρει είναι το χιλιοειπωμένο «ότι το περιβάλλον είναι υπόθεση όλων» (ή μάλλον το πως θα γίνει πράξη). Η διαχείριση των γαιών είναι θέμα πολλών εμπλεκομένων, αλλά οι διαχειριστές της υπαίθρου παραμένουν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι.

Σε πολλές ευαίσθητες ανά τον κόσμο περιοχές, όχι μόνο εξαιτίας της ερημοποίησης, μια προσπάθεια που προβάλλεται κυρίως στη χρήση της γεωργικής γης, αφορά στη Συμμετοχική Επιστασία/Επιμέλεια Γαιών, στην προώθηση της αειφόρου γεωργίας και στην ανάπτυξη υγιών κοινοτήτων. Τα σχέδια αυτά αποτελούν ουσιαστικές μετασχηματιστικές αλλαγές στο σύστημα παραγωγής τροφίμων και διατροφής και αποτυπώνονται σε δράσεις, όπως η εκπαίδευση νέων αγροτών και η τοπική οργάνωση, έως η πολιτική και η ανάπτυξη κοινοτικών συστημάτων τροφίμων. Στον πυρήνα αυτών των δραστηριοτήτων είναι οι αξίες της (κοινωφελούς) διαχείρισης, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η πλέον ενδιαφέρουσα πρακτική είναι, όχι μακριά από τη γειτονιά μας, στην Αραβική χερσόνησο, όπου βρίσκεται σε εφαρμογή ένα παρόμοιο σε φιλοσοφία σχέδιο από το 1500. Ο όρος HIMA (χεεμα) στα αραβικά σημαίνει "προστατευόμενη περιοχή" και είναι μια παραδοσιακή μέθοδος, ένα συμμετοχικό σύστημα για τη διαχείριση των φυσικών πόρων σε αντίξοες συνθήκες, όπως αυτές που αναμένονται στην Κύπρο, αλλά και στα νησιά της Ελλάδας με βάση τις προβλέψεις των κλιματικών μοντέλων.

Το εγχείρημα φαντάζει δύσκολο για τα δεδομένα των νησιώτικων περιοχών μας, αλλά ίσως είναι η μόνη λύση.

* Καθηγητής στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Διαχείριση και Προστασία Περιβάλλοντος», Επικεφαλής του Εργαστηρίου Διαχείρισης Χερσαίων Οικοσυστημάτων)