Του Γιώργου Κουκούνη*

“Για επικύρωση διαθήκης απαιτείται να καταθέσει ένας από τους μάρτυρες της”

Η διαθήκη περιέχει τη γραπτή δήλωση προσώπου σύμφωνα με το νόμο για τις προθέσεις του σχετικά με τη διάθεση της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας του μετά το θάνατο του και περιλαμβάνει κωδίκελλο. Συνεπώς, ένα έγγραφο για να κριθεί ότι αποτελεί διαθήκη θα πρέπει να τηρούνται οι διατυπώσεις που επιτακτικά απαιτεί ο νόμος, διαφορετικά η διαθήκη δεν είναι έγκυρη.

Το άρθρο 23 του Κεφ.195 ορίζει ότι καμιά διαθήκη δεν είναι έγκυρη, εκτός αν είναι γραπτή και εκτελεστεί με τον εξής τρόπο: (α) υπογράφεται στο κάτω μέρος ή στο τέλος της από το διαθέτη ή από άλλον που ενεργεί για το διαθέτη, στην παρουσία του διαθέτη και με την εντολή του και (β) η υπογραφή αυτή τίθεται ή αναγνωρίζεται από το διαθέτη στην παρουσία δύο ή περισσοτέρων μαρτύρων που παρίστανται ταυτόχρονα και (γ) οι μάρτυρες αυτοί επιβεβαιώνουν και προσυπογράφουν τη διαθήκη στην παρουσία του διαθέτη και στην παρουσία αλλήλων, αλλά κανένας τύπος επιβεβαίωσης δεν είναι αναγκαίος και (δ) αν η διαθήκη αποτελείται από περισσότερα από ένα φύλλο χαρτιού, κάθε φύλλο υπογράφεται από ή για λογαριασμό του διαθέτη και των μαρτύρων.

Η ορθή εκτέλεση της διαθήκης είναι σημαντικό γεγονός, αφού από την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου ο διαθέτης θα κληρονομηθεί σύμφωνα με την τελευταία βούληση του, τηρουμένου του διαθέσιμου μέρους της κληρονομιάς που μπορεί να διαθέσει με τη διαθήκη. Συχνά κληρονόμοι του διαθέτη προσβάλλουν την εγκυρότητα της διαθήκης του, ιδιαίτερα όταν ο διαθέτης δεν έχει πρώτου βαθμού συγγενείς, είναι σε προχωρημένη ηλικία ή η υγεία του είναι κλονισμένη λόγω πνευματικής ή σωματικής ασθένειας και ο κληροδόχος είναι άλλο πρόσωπο από αυτούς. Στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην Π.Ε.200/2013 ημερ.7.9.2020, ο Δικαστής κ. Τ.Θ. Οικονόμου υποδεικνύει ότι το βάρος απόδειξης της δέουσας εκτέλεσης διαθήκης βρίσκεται στους ώμους του διαδίκου που την παρουσίασε για επικύρωση. Η διαφορά που εξετάστηκε πρωτόδικα αφορούσε έγγραφο που φερόταν ως διαθήκη αποβιώσαντα διαθέτη ηλικίας 86 ετών, στην οποία κατονομαζόταν κληροδόχος και εκτελέστρια συγκεκριμένο πρόσωπο. Οι κληρονόμοι του διαθέτη καταχώρησαν ένσταση και ακολούθως αγωγή, ισχυριζόμενοι ότι η διαθήκη ήταν άκυρη, διότι δεν συντάχθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου και ότι ο διαθέτης δεν είχε σώας τας φρένας, ενεργούσε χωρίς την ελεύθερη βούληση του, πάσχοντας από πνευματική και σωματική νόσο που τον καθιστούσαν ανίκανο να συνάψει διαθήκη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι ο διαθέτης ήταν ικανός να συνάψει διαθήκη και συνεπώς το βάρος απόδειξης ότι δεν υπήρξε ορθή και νομότυπη εκτέλεση της διαθήκης βάρυνε τους κληρονόμους του και απέρριψε την αγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφώνησε με την πρωτόδικη απόφαση, υποδεικνύοντας ότι η εναγόμενη εκτελέστρια της διαθήκης δεν κάλεσε ως μάρτυρα ένα τουλάχιστον από τους επιβεβαιωτές μάρτυρες και ούτε έδωσε εξηγήσεις για την απουσία αυτή. Τόνισε ότι όπου αμφισβητείται η αυθεντικότητα μιας διαθήκης στα πλαίσια αντιδικίας αναφορικά με την επικύρωση της απαιτείται η κλήτευση ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα. Σε αντιδιαστολή, όταν δεν προκαλείται κατ’ αντιδικία διαδικασία και η διαθήκη αποδεικνύεται ενώπιον του αρμόδιου πρωτοκολλητή, εάν δεν παρουσιάζει ατέλεια στην όψη της και φέρει πλήρη επιβεβαιωτική ρήτρα μπορεί να επικυρωθεί με μόνο τον όρκο του εκτελεστή. Πρόσθεσε ότι η υποχρέωση για κλήση ενός τουλάχιστον επιβεβαιωτή μάρτυρα κάμπτεται μόνο όταν οι μάρτυρες δεν είναι διαθέσιμοι, αν λ.χ. στο μεταξύ έχουν αποβιώσει ή χάθηκαν τα ίχνη τους και δίδεται ικανοποιητική εξήγηση στο δικαστήριο. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να κλητευθεί ως μάρτυρας οποιοδήποτε πρόσωπο ήταν παρόν και είδε την εκτέλεση της διαθήκης. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι εν προκειμένω, λόγω της παράλειψης της εκτελέστριας να καλέσει ένα τουλάχιστο επιβεβαιωτή μάρτυρα ή να δώσει ικανοποιητική εξήγηση, δεν ήταν ορθή η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου με αναφορά στο τεκμήριο της κανονικότητας ότι η πλευρά της εφεσίβλητης απέσεισε το βάρος απόδειξης της δέουσας εκτέλεσης. Πέραν τούτου, η κρίση του ως προς τα ζητήματα της ικανότητας και της ψυχικής πίεσης καταλήγει επισφαλής, εφόσον θα μπορούσε να καθοριστεί από τα όσα είναι δυνατόν να έλεγαν οι επιβεβαιωτές μάρτυρες. Εφόσον το πρόσωπο που είχε το βάρος να αποδείξει την εγκυρότητα του επίδικου εγγράφου ως διαθήκη απέτυχε να το αποσείσει, θα έπρεπε να εμποδιστούν τόσο η επικύρωση του ως διαθήκη όσο και η χορήγηση εγγράφων διαχείρισης στην εφεσίβλητη ως εκτελέστρια τέτοιας διαθήκης και εξέδωσε διατάγματα, παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα