Του Γιώργου Γεωργίου
Κανείς δεν θέλει να ακούει για εκποιήσεις. Όπως κανείς δεν θέλει να επισκέπτεται τα γραφεία κηδειών. Δυσάρεστες δουλείες και οι δύο, αλλά απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Τα «τελειωμένα» δάνεια πρέπει να εκποιηθούν, σε διαφορετική περίπτωση πάμε για γενική στάση αποπληρωμών. Αυτό βέβαια προνοεί κράτος με αίσθηση ευθύνης για στεγαστική πολιτική. Αυτό έχει την ευθύνη για την κοινωνική συνοχή και όχι οι τράπεζες.
Ακόμη και αυτός που θεωρεί πως έχει αδικηθεί από την τράπεζα και πως το δάνειό του πρέπει να του χαριστεί, αν έχει τη στοιχειώδη ενσυναίσθηση, είμαι σίγουρος πως στο δίλημμα ανάμεσα στην εκποίηση της υποθήκης ή σε μια δοκιμασία παρόμοια με αυτήν του Μάρτη του 2013, θα επέλεγε την εκποίηση. Αρκετοί συμπολίτες μας το έχουν ήδη κάνει. Δεν μιλάμε μόνο για επιχειρήσεις, αλλά και για νοικοκυριά που άφησαν το σπίτι τους και πέρασαν στο ενοίκιο. Επέστρεψαν, δηλαδή, τα σπίτια που αγόρασαν στη φούσκα των ακινήτων που είχε προηγηθεί και που δεν άντεξαν στο ξεφούσκωμα των εισοδημάτων που ακολούθησε.
Άλλοι αδυνατούν να το πράξουν και πιέζουν κράτος και Βουλή για να παρέμβει και να βάλει στον «πάγο» τις εκποιήσεις με αφορμή την πανδημία του κορωνοϊού. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Οι τράπεζες και τα ταμεία που κατέχουν τα δάνεια, έθεσαν, με δική τους απόφαση, ένα σχετικό μορατόριουμ στις εκποιήσεις που έληξε το τέλος Αυγούστου. Αν το συντεταγμένο κράτος θέλει να τους υποχρεώσει να μην συνεχίσουν, θα πρέπει πρώτα να αρχίσει να ρωτά πόσο στοιχίζουν αυτά τα δάνεια. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να τα αγοράσει, αν δεν θέλει να κατηγορηθεί για κλοπή. Μετά, αν θέλει μπορεί να τα χαρίσει ή να τα ανταλλάξει με ψήφους. Είμαι σίγουρος πως θα το έκανε αν είχε τα λεφτά, αλλά δεν τα έχει και δεν προβλέπεται να τα έχει για πολλά χρόνια ακόμη.
Η «φτώχεια» του κράτους δεν δικαιολογεί νοοτροπίες του «αποφασίζω και διατάζω» και τσαμπουκάδες με τα λεφτά των επενδυτών. Είναι σαν να ζητά κανείς να απαγορευτεί ο θάνατος! Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Αυτό που όμως μπορεί και πρέπει να γίνει, είναι να επικεντρωθεί το κράτος στην ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος. Να βρει δηλαδή τρόπους με τους οποίους η πολιτεία θα στηρίξει τους ανθρώπους που κινδυνεύουν να βρεθούν άστεγοι. Αν η Βουλή θέλει πραγματικά να βοηθήσει, οφείλει να προτείνει μια γενναία στεγαστική πολιτική, να την κοστολογήσει και να τολμήσει να εισηγηθεί και τρόπους χρηματοδότησης της. Όλα τα άλλα που λέχθηκαν για πάγωμα των εκποιήσεων είναι φτηνός λαϊκισμός και φρούδες ελπίδες για να χαϊδέψουν τα αφτιά απελπισμένων ανθρώπων.
Το άλλο που κρατάω από τη συζήτηση, είναι η ευκολία και η άνεση που αισθάνονται τα πολιτικά κόμματα όταν αναθέτουν τα πολιτικά κόμματα όταν αναθέτουν στις τράπεζες την ευθύνη της στέγασης και της κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας. Ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που οι τράπεζες και τα ταμεία «παγώσουν» τις εκποιήσεις για πάντα, αυτό δεν θα έρθει δωρεάν. Πέρα από την περίπτωση υπόγειας συνδιαλλαγής, υπάρχει και ο Ευρωπαίος επόπτης. Αν αγγίξουμε τις εκποιήσεις, θα μηδενίσουμε τις αξίες στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών. Το μόνο που θα πετύχουνε, θα είναι να προσθέσουμε μια χρηματοοικονομική κρίση στην ήδη προβληματισμένη οικονομική κατάσταση λόγω πανδημίας.
Ό,τι κάναμε δηλαδή στην περίπτωση του Συνεργατισμού, που με εξυπνάδες στη Βουλή δεν πέρασε νομοθεσία που θα έριχνε τον χρόνο των εκποιήσεων σε ευρωπαϊκά επίπεδα. Να θυμίσω απλά πως ο φορολογούμενος «έχωσε βαθιά το χέρι στην τσέπη» με αυτές τις πρακτικές. Με τα τρία δις που πληρώσαμε το 2018, θα μπορούσαμε να είχαμε στεγαστική πολιτική σκανδιναβικών προδιαγραφών. Μια πολιτική που θα κάλυπτε όχι μόνο όσους θα έχαναν την πρώτη τους κατοικία, αλλά θα προστάτευε και τα νέα νοικοκυριά από υψηλά ενοίκια, αλλά και δάνεια που εξαντλούν τις οικογενειακές καταθέσεις και ακροβατούν στα όρια των εισοδημάτων τους. Δάνεια δηλαδή που πολύ πιθανόν να «κοκκινίσουν» λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Ας σοβαρευτούμε λοιπόν.