Του Γιώργου Κουκούνη*
“Εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή”
Η διαδικασία υποβολής αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης μπορεί να υιοθετηθεί στις περιπτώσεις όπου εναγόμενος που δεν έχει υπεράσπιση, καταχωρεί εμφάνιση για σκοπούς καθυστέρησης. Ο ενάγοντας, ο οποίος δικογραφεί την απαίτηση του με ειδική οπισθογράφηση, μπορεί με ένορκη δήλωση που θα κάμει ο ίδιος ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί και πιστοποιήσει τα γεγονότα, να βεβαιώσει την αιτία της αγωγής και το ποσό που απαιτείται και να αναφέρει ότι από ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Με αυτόν τον τρόπο αιτείται απόφασης για το ποσό που αξιώνει μαζί με τόκο ή για ανάκτηση γης με ή χωρίς ενοίκιο ή για παράδοση ορισμένου κινητού πράγματος, ανάλογα με την περίπτωση, πλέον τα έξοδα και μπορεί το Δικαστήριο να εκδώσει απόφαση υπέρ του, εκτός εάν ο εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που είναι ουσιώδη για να του δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης. Ο ενάγοντας για να μπορέσει να επιτύχει στην αίτηση του και να εξασφαλίσει συνοπτική απόφαση, πρέπει να προετοιμάσει κατάλληλα την υπόθεση του και να συμπεριλάβει στην ένορκη δήλωση όλα τα γεγονότα και έγγραφα που υποστηρίζουν την απαίτηση του, χωρίς να αφήσει οποιαδήποτε κενά που να παρέχουν στον εναγόμενο τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι έχει υπεράσπιση.
Σύμφωνα με τους Θεσμούς, οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιήσει ο ενάγοντας είναι η καταχώρηση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος της αγωγής, ο εναγόμενος να καταχωρήσει εμφάνιση και η αίτηση για συνοπτική απόφαση να υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση που να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται, καθώς επίσης να δηλώνεται ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Ενόσω ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο αναλαμβάνει σχετική δικαιοδοσία και το βάρος απόδειξης μετατοπίζεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση. Σχετική απόφαση εξέδωσε ο Α.Ε.Δ. κ. Θ. Θωμά στις 11.6.2018, στην οποία αναλύει τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την περίπτωση έκδοσης συνοπτικής απόφασης, καταλήγοντας ότι ο εναγόμενος απέτυχε να αποκαλύψει καλόπιστη υπεράσπιση για να του δοθεί το δικαίωμα να υπερασπιστεί στην αγωγή. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην αυθεντία Trans v. Abdul (1991) 1 Α.Α.Δ.239, όπου αναφέρεται ότι η συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση. Επομένως, μόνο σε καθαρές περιπτώσεις το Δικαστήριο μπορεί να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς αυτόν.
Το Δικαστήριο, αναλύοντας τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του από τον εναγόμενο, παρατήρησε ότι δεν αμφισβητείτο το ύψος του αξιούμενου ποσού, αλλά προβαλλόταν ο ισχυρισμός ότι δεν ήταν ο εναγόμενος υπόλογος για την πληρωμή, παραλείποντας να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις ή λεπτομέρειες ή να παρουσιάσει έγγραφα προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του. Έκρινε ότι ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε ασαφής, αδιευκρίνιστος και εντελώς αόριστος. Ο εναγόμενος δεν παρείχε λεπτομέρειες σε λογική έκταση και επομένως δεν ικανοποίησε τα όσα η νομολογία επιτάσσει για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, αφού δεν έδειξε ότι υπάρχει δικάσιμο θέμα. Με αναφορά στην αυθεντία Λούκος ν. Εθνική (2001) 1 Α.Α.Δ.418, πρόσθεσε ότι συνοπτική απόφαση δεν εκδίδεται όπου προβάλλονται σχετικοί με το θέμα ισχυρισμοί που θα μπορούσαν, όσο απομακρυσμένη και αν φαίνεται η πιθανότητα επιτυχίας, να δικαιολογήσουν τη διεξαγωγή κανονικής δίκης. Εφόσον προκύπτει μεταξύ των διαδίκων διαφορά που χρήζει επίλυσης, ο εναγόμενος δεν στερείται της δυνατότητας υπεράσπισης και προβολής σχετικής επί του θέματος ανταπαίτησης, με εκ των υστέρων υπολογισμούς αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και με ευρήματα έξω από το πλαίσιο δίκης στην αγωγή. Συνοπτική απόφαση εκδίδεται μόνο όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει πως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαφορά ώστε να δικαιολογείται η δίκη. Τέτοια διαπίστωση γίνεται όταν το πράγμα είναι προφανές και όχι ως εγχείρημα αξιολόγησης και στάθμισης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της σχετικής Διαταγής 18 των Θεσμών.
*Δικηγόρου στη Λάρνακα