*Του Γιώργου Κουκούνη

“Η δικαιοσύνη δεν επιτρέπει τη λειτουργία της επί ματαίω”

Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργεί επί ματαίω, γι’ αυτό και αγωγή ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία δεν διατηρείται ούτε και συνεχίζει όταν διαπιστωθεί ότι δεν έχει αντικείμενο αφού πλέον αποσκοπεί σε κατάχρηση. Η κατάλληλη αντιμετώπιση μιας τέτοιας διαδικασίας, ιδιαίτερα στην περίπτωση αγωγής, είναι η διακοπή της είτε με επιφύλαξη του δικαιώματος επαναφοράς είτε χωρίς επιφύλαξη και η επιδίκαση των εξόδων σε βάρος του διαδίκου που τα προκάλεσε ή και των δύο αναλόγως της ευθύνης του καθενός.

Το θέμα ρυθμίζεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και συγκεκριμένα από τη Δ.15 που αφορά τη διακοπή αγωγής αναλόγως του χρόνου που επιχειρείται. Ο ενάγοντας μπορεί να διακόψει την αγωγή με ή χωρίς άδεια του Δικαστηρίου και ο εναγόμενος με αίτηση του μπορεί να ζητήσει όπως αποσυρθεί ή διαγραφεί ολόκληρη ή μέρος της υπεράσπισης ή ανταπαίτησης του.

Ζήτημα διακοπής αγωγής ηγέρθηκε ενώπιον της Ε.Δ. κας Ν. Παπανδρέου, η οποία το εξέτασε στην απόφαση της ημερ.22.2.2022. Ο ενάγοντας υπέβαλε αίτηση για άδεια του Δικαστηρίου να διακόψει την αγωγή με επιφύλαξη δικαιώματος επαναφοράς και επανακαταχώρησης. Υπήρξε ένσταση από τον εναγόμενο, ο οποίος ισχυριζόταν ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση και ότι σε περίπτωση διακοπής δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στον ενάγοντα να επανέλθει και ζητούσε σε κάθε περίπτωση την επιδίκαση των εξόδων. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι το θέμα που καλείτο να επιλύσει ήταν κατά πόσο θα έπρεπε να παρασχεθεί άδεια στον ενάγοντα να διακόψει την αγωγή και, εάν ναι, υπό ποιους όρους.

Εξετάζοντας τη νομική βάση της αίτησης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι αφετηρία του υπό εξέταση ζητήματος αποτελεί το λεκτικό της Δ.15. Η Διαταγή 15 Θεσμός 1 χωρίζεται σε δύο μέρη με αναφορά στο σημείο που βρίσκεται η διαδικασία. Το πρώτο σκέλος αφορά στα της διακοπής της αγωγής όταν η διακοπή επιχειρείται πριν την παραλαβή της υπεράσπισης του εναγόμενου ή κατόπιν της παραλαβής της υπεράσπισης του εναγόμενου, αλλά πριν από τη λήψη οποιουδήποτε άλλου διαβήματος στην αγωγή, πλην της αίτησης για προσωρινό διάταγμα. Σε αυτή την περίπτωση η αγωγή μπορεί να διακοπεί με την καταχώρηση γραπτής ειδοποίησης, ο ενάγοντας υποχρεούται όπως καταβάλει τα έξοδα του εναγόμενου και η διακοπή της αγωγής δεν αποτελεί υπεράσπιση σε τυχόν μεταγενέστερη αγωγή. Το δεύτερο σκέλος αφορά στα της διακοπής μιας αγωγής όταν η διακοπή επιχειρείται σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο της διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση ο ενάγοντας θα πρέπει να λάβει την άδεια του Δικαστηρίου για να τη διακόψει. Το Δικαστήριο δύναται να παραχωρήσει άδεια για διακοπή της αγωγής θέτοντας όρους ως προς τα έξοδα, ως προς το δικαίωμα του ενάγοντα για επανακαταχώρηση της ή άλλως πως όπως κρίνει δίκαιο.

Ο ενάγοντας αιτείτο άδειας του Δικαστηρίου να διακόψει την αγωγή μετά που έκλεισαν τα δικόγραφα και η αγωγή είχε οριστεί για ακρόαση, δηλαδή η διαδικασία δεν βρισκόταν στο πρώτο στάδιο της Δ.15 αλλά στο δεύτερο. Ισχυριζόταν ότι η αγωγή κατέστη άνευ αντικειμένου καθότι ο εναγόμενος είχε συμμορφωθεί ήδη με τις αξιώσεις που ο ενάγοντας προωθούσε με την αγωγή. Πρόβαλλε επίσης ότι επιθυμούσε να διακόψει την αγωγή χωρίς να δημιουργείται προς τούτο δεδικασμένο σε περίπτωση που ο εναγόμενος επανερχόταν με την παράνομη δραστηριότητα του. Ζητούσε τα έξοδα καθότι ήταν η παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου που οδήγησε στην ανάγκη έγερσης της αγωγής η οποία τώρα κατέστη άνευ αντικειμένου. 

Ο εναγόμενος από την άλλη ισχυριζόταν ότι η αίτηση αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας, υποβλήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση και σε περίπτωση διακοπής δεν θα έπρεπε να επιτραπεί στον ενάγοντα να επανέλθει στα ίδια με την καταχώρηση νέας αγωγής, ενώ σε κάθε περίπτωση τα έξοδα της αγωγής θα έπρεπε να του επιδικαστούν.

Το Δικαστήριο αναφερόμενο στη νομολογία έκρινε ότι το αντικείμενο της αγωγής έχει πλέον εκλείψει και ουδείς λόγος υφίστατο για να εξαναγκαστεί ο ενάγοντας να την προωθήσει. Τόνισε ότι είναι θεμελιωμένο ότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, δεν επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες έχουν εκλείψει λόγω μεταβολής των συνθηκών, εφόσον η επίλυση τους δεν θα καταλήξει σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Κατέληξε ότι η ανάγκη τελεσιδικίας υπό τις περιστάσεις ως ζήτημα δημοσίου συμφέροντος υπερισχύει και η διακοπή της αγωγής θα πρέπει να επιτραπεί χωρίς το δικαίωμα επαναφοράς της, με τα έξοδα της διακοπής υπέρ του ενάγοντα και για επί μέρους έξοδα υπέρ του εναγόμενου.

*Δικηγόρου στη Λάρνακα

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. 

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.