Του Γιώργου Κουκούνη*

“Ευθύνεται προσωπικά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του συνεταιρισμού”

Ο συνεταιρισμός αποτελεί μορφή οικονομικής δραστηριότητας από πρόσωπα που διεξάγουν εργασίες από κοινού με σκοπό το κέρδος και δεν θεωρείται ότι έχει ξεχωριστή νομική οντότητα, αλλά μοιράζεται την ευθύνη μαζί με τους συνεταίρους είτε δημιουργεί ζημιές ή κέρδη. Συνήθως είναι άτυπος όταν πρόκειται για μικρής έκτασης εργασίες μεταξύ επαγγελματιών που ενώνουν τις δραστηριότητες τους με απώτερο σκοπό την καλύτερη διεξαγωγή τους και το κέρδος.

Η επιλογή αυτή όμως δημιουργεί και ευθύνη κάθε συνεταίρου από κοινού με τους άλλους για τα χρέη και τις υποχρεώσεις του συνεταιρισμού. Μάλιστα κάθε συνέταιρος ευθύνεται στην ίδια έκταση με το συνεταιρισμό για τυχόν αδικήματα, όπως φορολογικά, έναντι των αρμόδιων Αρχών σε αντίθεση με τη συμμετοχή σε εταιρεία όπου η ευθύνη του μέτοχου είναι περιορισμένη, καθόσον η εταιρεία έχει αυτόνομη νομική οντότητα που είναι ανεξάρτητη των μετόχων της. 

Η έννοια του άτυπου συνεταιρισμού και η αστική και ποινική ευθύνη κάθε συνέταιρου υποδεικνύεται στην ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Π.Ε.234/2020 ημερ.15.6.2022 που εξέδωσε ο Δικαστής κ. Τ. Οικονόμου. Συγκεκριμένα, πέντε συγγενικά πρόσωπα συνέστησαν άτυπο συνεταιρισμό με σκοπό την ανέγερση κατοικιών σε συνιδιόκτητο κτήμα και για το σκοπό αυτό ενεγράφησαν στο μητρώο ΦΠΑ με συγκεκριμένη επωνυμία. Η αλληλογραφία μεταξύ τους και του ΦΠΑ γινόταν με αναφορά στα δικά τους ονόματα ως φυσικά πρόσωπα. Ο Έφορος ΦΠΑ εξέδωσε βεβαίωση φόρου με υποκείμενους στο φόρο όλους τους συνεταίρους δεδομένου ότι υπήρξε παράλειψη υποβολής φορολογικών δηλώσεων. Οι συνέπειες προβλέπονται στο άρθρο 46(11) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται εντός 30 ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης να καταβάλει ποσό ΦΠΑ που βεβαιώθηκε είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Η σχετική ειδοποίηση επιδόθηκε μόνο στον ένα συνέταιρο, ο οποίος παρέλειψε να συμμορφωθεί. Στους υπόλοιπους δεν επιδόθηκε. Ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον όλων των συνεταίρων, αλλά επειδή δεν είχε επιδοθεί η ειδοποίηση στους τέσσερις συνεταίρους απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες.  

Ο συνέταιρος υπόστηριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι αρνήθηκε να παραλάβει και να υπογράψει για την επιστολή από το ΦΠΑ διότι απευθυνόταν σε όλους τους συνεταίρους και ότι ανέφερε στον υπάλληλο του ΦΠΑ ότι ο συνεταιρισμός είχε διαλυθεί και ο ίδιος δεν εκπροσωπούσε τους υπόλοιπους. Επίσης θεωρούσε λάθος τον υπολογισμό του ΦΠΑ, αλλά δεν έκαμε προσφυγή γιατί περίμενε να επιδοθεί η επιστολή και στους υπόλοιπους για να προχωρήσουν μαζί. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του και τον βρήκε ένοχο, εξέδωσε εναντίον του διάταγμα για την καταβολή του ποσού των €615.735,27 και €209.577,17 και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 6 μηνών με αναστολή. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας την έφεση του, τόνισε ότι ο άτυπος συνεταιρισμός εισήχθη στο νόμο ότι περιλαμβάνει την έννοια του νομικού προσώπου, αλλά ανεξάρτητα από τη νομοθετική αυτή τροποποίηση, Ν.122(Ι)/2020, η έννοια του άτυπου συνεταιρισμού είναι γνωστή στην πρακτική αλλά και στο δίκαιο ως ένωση φυσικών προσώπων που ασκούν κοινή επιχείρηση. Βέβαια, στερείται νομικής προσωπικότητας και δεν θα μπορούσε, πριν από τον εν λόγω τροποποιητικό Νόμο, να αποτελεί υποκείμενο επιβολής ΦΠΑ. Τέτοια υποχρέωση είχαν τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούσαν τον συνεταιρισμό και με δική τους αίτηση ζήτησαν να εγγραφούν μαζί, υπό το πέπλο του συνεταιρισμού.  Πρόκειται δε για υποχρέωση αλληλέγγυα και εις ολόκληρον.

Πρόσθεσε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέτρεξε αναλογικά στη διάκριση μεταξύ του συνεταιρισμού που διέπεται από το Κεφ.116 και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Η μη εγγραφή του συνεταιρισμού δεν διαφοροποιεί τη φύση του ως ένωση φυσικών προσώπων για προαγωγή κοινού σκοπού και άσκηση κοινής επιχειρηματικής δραστηριότητας, με τα πρόσωπα που τον αποτελούν να έχουν το καθένα χωριστά ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του συνεταιρισμού από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ανέφερε, η οποία «έχει αυτόνομη νομική υπόσταση, ανεξάρτητη από τους μετόχους στους οποίους ανήκει. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εταιρείας δεν εναποτίθεται στους μετόχους όπως στην περίπτωση του συνεταιρισμού», παραπέμποντας στη νομολογία. 

Κατέληξε ότι με δεδομένο ότι ο εφεσείων είχε αυτοτελή, έστω και αλληλέγγυα, υποχρέωση για πληρωμή του οφειλόμενου φόρου σύμφωνα με τη βεβαίωση φόρου που του επιδόθηκε, ορθά κλήθηκε σε απολογία και στο τέλος ορθά θεωρήθηκε ότι σε ό,τι τον αφορούσε στοιχειοθετήθηκαν τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων και λήφθηκαν υπόψη όλες του οι περιστάσεις στην επιβολή της ποινής. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. 

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.