Του Γιώργου Κουκούνη*

‘‘Διατάσσεται η ανάληψη εγγύησης προς αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου το διάταγμα εκδίδεται’’

Το Δικαστήριο στα πλαίσια των εξουσιών του, όταν καταδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, μπορεί να εκδώσει απαγορευτικό ή άλλο προσωρινό διάταγμα με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο, σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα (άρθρο 9(2)). Πρόκειται για επιτακτική πρόνοια και οποιοδήποτε προσωρινό διάταγμα εκδοθεί δεν συντάσσεται χωρίς προηγουμένως να αναληφθεί η εγγύηση που το Δικαστήριο καθορίζει κατά την έκδοση του διατάγματος προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου. Η ανάληψη εγγύησης από τον αιτητή για την εξασφάλιση της υποχρέωσης του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα, δίδεται προς το Δικαστήριο και είναι προς όφελος του διάδικου αυτού. Το ποσό της εγγύησης καθορίζεται από το Δικαστήριο και σκοπό έχει να αποζημιώσει το πρόσωπο αυτό για την ζημιά που τυχόν θα υποστεί συνεπεία της μη δικαιολογημένης έκδοσης του διατάγματος.

Συνήθως το λεκτικό του εγγυητήριου αναφέρει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου που υπογράφει την εγγύηση και ότι αυτός εγγυάται και αναλαμβάνει να πληρώσει στην Κυπριακή Δημοκρατία το ποσό που διατάζει το Δικαστήριο, εισπρακτέο από την κινητή και ακίνητη περιουσία του εάν παραλείψει να εκπληρώσει τους όρους του, δηλαδή εάν δεν πληρώσει στον καθ’ ου η αίτηση το ποσό των αποζημιώσεων που θα επιδικάσει το Δικαστήριο για την ζημιά που αυτός θα υποστεί συνεπεία της μη δικαιολογημένης έκδοσης του διατάγματος. Ζήτημα ηγέρθηκε σε σχέση με το λεκτικό της εγγύησης που υπογράφτηκε στη βάση απαγορευτικού διατάγματος που εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστήριο ότι το εγγυητήριο έγγραφο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις σύμφωνα με το νόμο και τις οδηγίες του Δικαστηρίου.

Το θέμα ηγέρθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου όταν ζήτησε με προφορικό αίτημα την ακύρωση του διατάγματος, επικαλούμενος ότι η αναληφθείσα υποχρέωση αποζημίωσης δόθηκε αντί προς όφελος του, προς όφελος τρίτου προσώπου και συγκεκριμένα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του αφού κατέληξε ότι το εγγυητήριο πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις σύμφωνα με το νόμο και τις οδηγίες του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του διατάγματος. Ο καθ’ ου η αίτηση προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο καταχωρώντας αίτηση για να του δοθεί η άδεια προς έκδοση προνομιακού εντάλματος για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης και του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η Δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου κ. Στ. Χατζηγιάννη που επιλήφθηκε της αίτησης στην απόφαση της στην Π.Α.128/2022 ημερ.9.8.2022, παραπέμποντας στην πρόνοια του νόμου και στη νομολογία έκρινε ότι το λεκτικό του άρθρου 9(2) καθιστά επιτακτικό στο Δικαστήριο να απαιτεί από τον αιτητή την ανάληψη εγγύησης για την εξασφάλιση της υποχρέωσης του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου και στην απουσία του ζητείται το διάταγμα και ότι η υποχρέωση αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης του διατάγματος. Κατέληξε ότι οι αιτιάσεις του καθ΄ ου η αίτηση δεν ευσταθούν εφόσον: (α) όπως προκύπτει ρητά από το λεκτικό του εγγυητήριου, η εγγύηση και η ανάληψη πληρωμής του ποσού εκ μέρους του αιτητή, αφορά την περίπτωση επιδίκασης αποζημιώσεων εναντίον του και προς όφελος του καθ’ ου η αίτηση και όχι προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας, (β) η εγγύηση δίδεται προς το Δικαστήριο και κατά τον τρόπο που το Δικαστήριο «θεωρεί σκόπιμο» και προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή και (γ) η εγγύηση δίδεται όχι προς τον διάδικο εναντίον του οποίου εκδίδεται το διάταγμα, αλλά προς το Δικαστήριο και προς όφελος του διάδικου.

Τόνισε ότι δεν προκύπτει έκδηλο νομικό σφάλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ούτε και παραβίαση του άρθρου 9(2) και των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Πρόσθεσε, με αναφορά σε νομολογία, ότι το Δικαστήριο προς το οποίο δίδεται η εγγύηση, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα ενεργοποιήσει την εγγύηση και είναι αυτό που θα καθορίσει τον τρόπο, μετά την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος, ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη ζημιάς στον εναγόμενο. Δεν αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και απέρριψε την αίτηση.     

*Δικηγόρου στη Λάρνακα