Του Γιώργου Κουκούνη*

‘‘Δεν γίνεται αποδεκτή ως μαρτυρία επικοινωνία που σκοπό έχει την εξώδικη διευθέτηση διαφοράς’’

Το περιεχόμενο γραπτής ή προφορικής επικοινωνίας που ανταλλάσσεται μεταξύ μερών στα πλαίσια συζήτησης ή προσπάθειας για διευθέτηση διαφορών όπου ρητά αναφέρεται ή συμφωνείται ότι γίνεται “άνευ βλάβης” τυγχάνει προστασίας ως προνομιούχα επικοινωνία. Σ’ αυτή την περίπτωση όλα όσα γράφονται μέσω αλληλογραφίας ή λέγονται μεταξύ των μερών κατά τη διάρκεια συνάντησης τους, δεν μπορεί να αποκαλυφθούν στο Δικαστήριο από οποιοδήποτε από τα μέρη χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου. Το προνόμιο προστατεύει τα μέρη ώστε ελεύθερα να εκφράζονται και να συνομιλούν με σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς, χωρίς να ανησυχούν ότι το περιεχόμενο της επικοινωνίας τους θα αποκαλυφθεί εάν δεν καταλήξουν σε εξώδικο συμβιβασμό. Η ευχέρεια αυτή παρέχει τη δυνατότητα στο κάθε μέρος να ανταλλάσσει απόψεις, να υποβάλλει προτάσεις ή αντιπροτάσεις και να διαπραγματεύεται, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα του εάν δεν υπάρξει κατάληξη. Το σημαντικό στοιχείο είναι ο σκοπός της συνομιλίας ή της επικοινωνίας και όχι ο τόπος ή ο χρόνος που αυτή λαμβάνει χώρα. Το προνόμιο έχει σκοπό να βοηθήσει τα μέρη να προβούν σε διαπραγμάτευση για να καταλήξουν σε συμφωνία, αίροντας τις όποιες επιφυλάξεις που θα απέτρεπαν την προσπάθεια εξώδικου συμβιβασμού και επίλυσης της διαφοράς τους. Όταν όμως η επικοινωνία των μερών δεν έχει σαν σκοπό τη διευθέτηση της διαφοράς, τότε ο κανόνας του προνομίου δεν εφαρμόζεται και επιτρέπεται η αποκάλυψη της.

Τίθεται το ερώτημα τι γίνεται όταν κάποιο από τα μέρη παρά την ύπαρξη του προνομίου επιχειρεί να αποκαλύψει το περιεχόμενο επικοινωνίας που έλαβε χώρα μεταξύ τους, χωρίς κατάληξη. Το μέρος που επηρεάζεται και δεν έδωσε τη συγκατάθεση του δικαιούται να φέρει ένσταση στο να δοθεί μαρτυρία για το περιεχόμενο της προνομιούχας επικοινωνίας και να αιτηθεί τη διαγραφή του μέρους του δικογράφου ή της ένορκης δήλωσης που το αναφέρει. Η δυνατότητα διαγραφής ισχυρισμών από δικόγραφο ή ένορκη δήλωση προβλέπεται στους Θεσμούς περί Πολιτικής Δικονομίας Δ.19 Θ.26 και Δ.39 Θ.10 αντίστοιχα, όπου παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο για διαγραφή οτιδήποτε είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες, ή το οποίο τείνει να επηρεάσει δυσμενώς ή να προκαλέσει αμηχανία ή να καθυστερήσει τη δίκαιη δίκη της αγωγής. Τα ανωτέρω και το ζήτημα της διαγραφής τέτοιων ισχυρισμών εξετάστηκαν από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού στην απόφαση που εξέδωσε στις 27.8.2018 όπου βρήκε στη βάση των γεγονότων ότι η διακριτική του ευχέρεια δεν μπορούσε παρά να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτησης και εξέδωσε διάταγμα με το οποίο διατάζει τη διαγραφή συγκεκριμένης παραγράφου της ένορκης δήλωσης των καθ’ ων η αίτηση. Συγκεκριμένα όπως αναφέρει η απόφαση, σε ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση υπήρχε παράγραφος όπου ο ενόρκως δηλών αναφερόταν σε συνάντηση η οποία έλαβε χώρα στην παρουσία των συνηγόρων των αιτητών και των καθ’ ων η αίτηση και στη συζήτηση που είχαν μεταξύ τους τα εμπλεκόμενα μέρη. Η συνάντηση αυτή είχε γίνει «άνευ βλάβης και χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων των μερών». Στη διάρκεια της συνάντησης αυτής, είχε καταστεί σαφές ότι τα μέρη θα συζητούσαν ανοικτά και τίποτε από τα όσα θα λέγονταν, θα χρησιμοποιείτο στο Δικαστήριο, καθότι η συνάντηση γινόταν άνευ βλάβης. Όλοι οι παρόντες είχαν συμφωνήσει με τα πιο πάνω.   

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα περίπτωση αποτελούσε κοινά αποδεκτό γεγονός ότι η συνάντηση, στην οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη παράγραφος, έγινε στα πλαίσια προσπάθειας εξεύρεσης συμβιβασμού, όπου οι παρευρισκόμενοι συμφώνησαν ότι αυτή θα λάβει χώρα «άνευ βλάβης». Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο το περιεχόμενο μιας τέτοιας συνάντησης είναι δυνατό να αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο από τους καθ’ων η αίτηση χωρίς τη συγκατάθεση των αιτητών. Η απάντηση, αναφέρει το Δικαστήριο, δίδεται στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws (4th edn) paras 212-213 το οποίο πραγματεύεται το ζήτημα των «χωρίς επηρεασμό δικαιωμάτων συνομιλιών». Το Δικαστήριο, στηριζόμενο στα αναφερόμενα, έκρινε ότι η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει σε καμιά από τις εξαιρέσεις του προνομίου και σημείωσε ότι ο σκοπός της συνομιλίας και όχι ο χρόνος στον οποίο αυτή έλαβε χώρα, είναι το σημαντικό στοιχείο. Εξετάζοντας με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο της συγκεκριμένης παραγράφου που ζητείτο η διαγραφή της, διέκρινε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό ως μαρτυρία, αφού στο βαθμό που αποδίδει στους αιτητές παράνομη συμπεριφορά είναι σκανδαλώδες και άσχετο, ενώ στο βαθμό που αναφέρεται σε προνομιούχα συνομιλία είναι επίσης ανεπίτρεπτη η παρουσίαση του. 

*Δικηγόρου στη Λάρνακα