Του Παναγιώτη Κακούση*
Μιλάω σοβαρά κι ας με έχει χτυπήσει η ζέστη του Σεπτέμβρη καθώς και αυτά που άκουσα από την Αργυρούλα του διαδικτύο
Το διαβάσατε; Ένας Ιταλός με πενταμελή οικογένεια, ο Λουίτζι Μίστρο, προσφέρει το ένα του μάτι ή τον ένα του νεφρό σε όποιον του νοικιάσει ένα διαμέρισμα με τρία υπνοδωμάτια για να στεγάσει την πενταμελή οικογένειά του. Τη γυναίκα και τα τρία του παιδιά που μήνες τώρα βρίσκονται στον δρόμο!.. Μια στιγμή απόγνωσης και τόσες άλλες ακόμα το κάθε εικοσιτετράωρο ενός υπέροχου κόσμου που ασχολείται με διεθνή καλλιστεία, εξέδρες πετρελαίου, Τσάμπιονς Λιγκ, επανδρωμένα ταξίδια στον Άρη και τη σύζυγο ενός παθολόγου που τη βρήκαν σε κάποιο αστικό διαμέρισμα στην αγκαλιά ενός πενηντάχρονου σουβλατζή. Αυτά όλα μπορεί να τα διαβάσει κανείς στον ημερήσιο Τύπο, κάποια μπορεί να τα ακούσει από το ραδιόφωνο και άλλα να τα δει στο διαδίκτυο. Υπάρχει όμως και μια αρμαθιά από ειδήσεις και γεγονότα που παραμένουν αθέατα και πονούν ανθρώπους που ακολουθούν στωικά τη μοίρα τους και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να πορευθούν στη ζωή με το μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει, την αξιοπρέπεια.
Η Αργυρούλα δεν είναι παιδί. Έχει πατήσει τα εξήντα κι όπου να 'ναι βγαίνει στη σύνταξη. Είναι μια από εκείνες τις άγνωστες φίλες του διαδικτύου που πήρε το θάρρος μετά από πολλή σκέψη να μου τηλεφωνήσει για να μου πει το παράπονό της. Οι λέξεις έφθαναν κοντά μου από το στόμα της τυραννισμένες, και από το χρώμα της φωνής της αλλά και τον ήχο, που ακουγόταν όλο γρέζα, πνιγμένος και έτοιμος να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, κατάλαβα πως προσπαθούσε με κόπο να κρατηθεί στο ύψος των περιστάσεων. «Μένω μόνη εδώ και τρία χρόνια στο ίδιο διαμέρισμα. Πρόσφυγας είμαι, καταλαβαίνεις, πατρικό δεν έχω, ζω σ' αυτή την πόλη που με έφεραν με το ζόρι από τα δεκαοκτώ μου, πληρώνω το νοίκι μου πριν βγει ο μήνας, το κρατώ το ρημάδι πεντακάθαρο και μέχρι πρότινος πίστευα πως είχα με τη νοικοκυρά μου μια σχέση ειλικρινούς φιλίας, ώσπου πήρα ένα μήνυμα στο κινητό μου. Το τελεσίγραφο. Με τη λήξη του συμβολαίου το νοίκι από πεντακόσια, χωρίς περίσκεψη και αιδώ, πήρε την ανηφόρα για το Έβερεστ, φθάνοντας στα εφτακόσια πενήντα». Η γραμμή παρέμεινε για λίγο νεκρή. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, η Αργυρούλα κατάπιε έναν λυγμό και συνέχισε με απόγνωση. «Έψαξα παντού, με έφαγαν οι δρόμοι. Τίποτα, πουθενά. Όλα έχουν ανεβεί στα ύψη, πήραν τα μυαλά τους αέρα, δεν υπάρχει σωτηρία. Κι αύριο που θα βγω στη σύνταξη», μονολογεί η ιδιωτική υπάλληλος, «πώς θα τα βγάλω πέρα; Πώς θα ζήσω με οκτακόσια ευρώ όταν όλα σχεδόν θα φεύγουν για το νοίκι; Στους δρόμους; Όχι, ποτέ. Μα τον Θεό αυτό δεν πρόκειται να γίνει». Το λέει με έναν τρόπο αποφασιστικό σαν να δίνει όρκο και συνεχίζει. «Μπορεί να μην έχω τρία σπίτια και πάνω από δέκα διαμερίσματα, όσα έχει η σπιτονοικοκυρά μου, αλλά τη δική μου αξιοπρέπεια θα την κρατήσω, δεν θα της κάνω τη χάρη να με δει κάτω από τη γέφυρα ή στο άδειο δωμάτιο μιας εγκαταλελειμμένης οικοδομής».
Δεν είχα τι να πω. Αυτή είναι η εποχή μας. Το ράσο κάνει τον παπά. Δεν μπορούσα, βέβαια, να μείνω άπρακτος, χωρίς μια λέξη να πω, να χρυσώσω το χάπι και να δώσω στην Αργυρούλα ένα κάτι να πιαστεί και να βγει από την κόλαση της αλήθειας. «Υπάρχει ο νόμος», της αντέτεινα, «μπορείς να πιαστείς από εκεί. Τα ενοίκια, λέει, θα παραμείνουν ώς έχουν μέχρι το 2019 και ο ιδιοκτήτης δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει αύξηση πέραν του δεκατέσσερα τοις εκατό. Αυτό έχεις τη δυνατότητα να το διεκδικήσεις, είναι κάτι που μπορεί να σου δώσει διέξοδο στο πρόβλημά σου». Η Αργυρούλα δεν απάντησε, περίμενε για λίγο κι ύστερα μου πέταξε μια παγερή καληνύχτα με πολλά αποσιωπητικά και μου έκλεισε το τηλέφωνο.
Στο τέλος κατάλαβα. O ορίζοντας για την Αργυρούλα είχε σκοτεινιάσει και εγώ έκανα το μεγάλο λάθος να αγνοήσω τον νόμο της ελεύθερης αγοράς, ίσως γιατί είμαι από τους τυχερούς που έχουν πάνω από το κεφάλι τους ένα κεραμίδι και δεν ξέρουν τι πάει να πει ζούγκλα και νύχτα με αστέρια παγωμένα. Ίσως να είμαι ένας από εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει ψάξιμο δύο τετραγωνικών μέτρων κάτω από μια σκεπή, εκεί που δεν φτάνει το χέρι του Θεού και λύση δεν μπορεί να βρεθεί αφού οι οικονομολόγοι, οι τεχνοκράτες και οι ειδικοί επιστήμονες δεν θέλουν και ούτε σκέφτονται να εγκύψουν πάνω σε ένα τέτοιο πρόβλημα που αύριο μπορεί να γεννήσει Ροβεσπιέρους, Ρομπέν των δασών και αντάρτες των πόλεων.
Μιλάω σοβαρά κι ας με έχει χτυπήσει η ζέστη του Σεπτέμβρη καθώς και αυτά που άκουσα από την Αργυρούλα του διαδικτύου.
*Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.