Του Γιώργου Κουκούνη*
“Αποτελεί πρόσφορη διαδικασία επίλυσης διαφοράς σύντομα και με λιγότερο κόστος”
Η διαιτησία προσφέρει ένα εναλλακτικό τρόπο επίλυσης διαφοράς μεταξύ συναλλασσόμενων σε σύντομο χρόνο, δημιουργεί καταφανώς λιγότερα έξοδα και οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται είναι πιο απλές και καταλήγει σε τελεσιδικία. Η ρήτρα διαιτησίας σε κάθε έγγραφο ακόμη και εάν αυτό είναι ένα ενοικιαστήριο ή πωλητήριο έγγραφο ή μια συμφωνία παροχής υπηρεσιών, έργων, προμηθειών ή πώλησης αγαθών, εξυπηρετεί τους συμβαλλόμενους και τους υποχρεώνει να συζητήσουν και επιλύσουν τη διαφορά τους. Η συμφωνηθείσα ρήτρα διαιτησίας συνιστά το συνυποσχετικό στη βάση του οποίου αν οι συμβαλλόμενοι δεν τα βρουν θα χρησιμοποιηθεί για την έναρξη της διαιτησίας και το διορισμό κατάλληλου διαιτητή που θα επιλύσει τη διαφορά τους. Μια τέτοια ρήτρα σε έγγραφο μπορεί να αναγράφει ότι σε περίπτωση που θα προκύψει οποιαδήποτε διαφορά ή αμφισβήτηση μεταξύ συμβαλλομένων σχετικά με την ερμηνεία της συμφωνίας, ή για οτιδήποτε που περιλαμβάνεται σε αυτή ή που προκύπτει λόγω αυτής ή ως προς τα δικαιώματα, υποχρεώσεις ή καθήκοντα των συμβαλλομένων μερών, τότε η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται σε διαιτησία βάσει του περί Διαιτησίας Νόμου, Κεφ.4. Τα προαναφερόμενα καθιστούν έγκυρη και εκτελεστή τη ρήτρα διαιτησίας και συνάδουν με τις πρόνοιες του Νόμου για παραπομπή τυχόν διαφοράς σε διαιτησία.
Διάφοροι λόγοι οδηγούν τα μέρη μιας συμφωνίας να συνομολογήσουν και ρήτρα διαιτησίας ή «συνυποσχετικό» ως αναφέρεται στο Κεφ.4, δηλαδή να περιλάβουν στη συμφωνία τους και όρο δυνάμει του οποίου οι διαφορές, οι οποίες ενδεχομένως να προκύψουν κατ’ εφαρμογή της συμφωνίας αυτής θα επιλύονται διαμέσου διαιτησίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Δικαστής κα Α.Κ. Λυκούργου στην απόφαση που εξέδωσε στην αίτηση αρ.19/2018 ημερ.27.11.2018. Περαιτέρω προσθέτει ότι στους λόγους αυτούς περιλαμβάνεται και η πεποίθηση πως, δεδομένου του αντικειμένου της εκάστοτε συμφωνίας, για την επίλυση διαφορών οι οποίες ενδεχομένως να προκύψουν κατά την εφαρμογή της, καταλληλότερο είναι πρόσωπο με εκπαίδευση και/ή εξειδίκευση και/ή εμπειρία και/ή εμπειρογνωμοσύνη στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Μάλιστα σημειώνει ότι σύμφωνα με την παραδοσιακή αντίληψη, σκοπός της παραπομπής μίας διαφοράς σε διαιτησία είναι η ταχεία και τελεσίδικη επίλυση της. Εξ’ ου και ο νομοθέτης προβλέπει ένδικα μέσα κατά των διαιτητικών αποφάσεων, τα δε δικαστήρια παρεμβαίνουν στο έργο των διαιτητών με ιδιαίτερη προσοχή και με τάσεις περιοριστικές όσον αφορά στις περιπτώσεις τέτοιας παρέμβασης.
Οι αιτητές επί του προκειμένου επιδίωκαν την έκδοση διαταγμάτων διά των οποίων να παραπέμπονται σε διαιτησία διαφορές που προέκυψαν μεταξύ αυτών και των καθ’ ων η αίτηση στο πλαίσιο εκτέλεσης συμφωνίας παροχής υπηρεσιών, η οποία περιείχε την προαναφερόμενη ρήτρα διαιτησίας. Δεδομένου ότι οι αιτητές ισχυρίζονταν ότι εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, αλλά οι καθ’ ων η αίτηση αρνούνται να τους καταβάλουν οφειλόμενα ποσά, με επιστολή ζήτησαν την καταβολή των δικηγόρων τους εντός 21 ημερών, χωρίς όμως να υπάρξει ανταπόκριση. Ενόψει αυτής της άρνησης, οι αιτητές κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 10 του Κεφ.4, απέστειλαν επιστολή στους καθ’ ων η αίτηση με την οποία εισηγούνταν το διορισμό συγκεκριμένου προσοντούχου προσώπου ως διαιτητή για επίλυση της διαφοράς, ο οποίος αποδεχόταν το διορισμό του και δήλωνε ότι δεν εμποδιζόταν από σύγκρουση συμφέροντος. Οι καθ’ ων η αίτηση εκδήλωσαν τη διαφωνία τους για το διορισμό του προτεινόμενου διαιτητή, γι’ αυτό και οι αιτητές αποτάθηκαν στο Δικαστήριο αιτούμενοι το διορισμό του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία που εξελίχθηκε πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 10(1)(α) και (2) του Κεφ.4 και τόνισε ότι εφόσον οι περιστάσεις το επιτρέπουν, τα Δικαστήρια επιλέγουν να δώσουν ισχύ στην πρόθεση των συμβαλλομένων να επιλύσουν συγκεκριμένες διαφορές τους διά μέσου διαιτησίας. Έκρινε επίσης ότι δεδομένου του περιεχομένου της επίδικης ρήτρας διαιτησίας, δεν ήταν απαραίτητο όπως ο προτεινόμενος διαιτητής περιλαμβάνεται στο σχετικό κατάλογο που τηρείται στο Ε.Τ.Ε.Κ. όπως διατείνονταν οι καθ’ ων η αίτηση. Τα προσόντα και η εμπειρία του προτεινόμενου διαιτητή που δεν αμφισβητήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, τον παρουσιάζουν ως πρόσωπο κατάλληλο να αναλάβει την επίδικη διαιτησία. Πρόσθεσε ότι η συμφωνία των μερών όσον αφορά στο πρόσωπο του διορισθησομένου ως διαιτητή δεν είναι απαραίτητη. Το Κεφ.4 αναγνωρίζει το ενδεχόμενο σχετικής διαφωνίας και ακριβώς ορίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί σε τέτοια περίπτωση. Η απουσία σχετικής συμφωνίας δεν προδικάζει τη μεροληψία του προτεινόμενου διαιτητή εις βάρος του μέρους που δεν συμφωνεί με το διορισμό του. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα διορισμού του ως διαιτητή.
*Δικηγόρου στη Λάρνακα