Του Γιώργου Κουκούνη*
“Η φύση των παραδοχών πρέπει να κλείνει κάθε δρόμο για προβολή υπεράσπισης”
Οι δικονομικοί Θεσμοί παρέχουν τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για έκδοση απόφασης κατά τη διάρκεια της εκδίκασης υπόθεσης εφόσον γίνουν παραδοχές από τον εναγόμενο, οι οποίες είναι καθαρές και αναντίλεκτες και κλείνουν κάθε δρόμο για προβολή υπεράσπισης. Η σχετική Διαταγή 24, Θεσμός 6, προνοεί ότι οποιοσδήποτε διάδικος μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο θέματος ή ζητήματος που έγιναν παραδοχές γεγονότος είτε στα δικόγραφα ή διαφορετικά, να αποταθεί στο δικαστήριο για απόφαση ή διάταγμα που θα δικαιούται σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, χωρίς να περιμένει την αποπεράτωση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος μεταξύ των διαδίκων και το δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ή απόφαση που θα κρίνει δίκαιο.
Το μέτρο αυτό είναι δραστικό και το δικαστήριο οφείλει να είναι επιφυλακτικό εκδίδοντας απόφαση μόνο σε αποκρυσταλλωμένες περιπτώσεις παραδοχών, ώστε να μην στερήσει από τον εναγόμενο το δικαίωμα υπεράσπισης. Στην ουσία, εκδίδεται πρόωρα απόφαση επί παραδοχών και παραμένουν τα υπόλοιπα επίδικα θέματα να αποφασισθούν στο τέλος της δίκης. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην Π.Ε.8712 αναφέρεται στα ανωτέρω και ότι αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς να παρίσταται ανάγκη ο διάδικος να αναμένει την έκβαση οποιουδήποτε διαμφισβητούμενου στην υπόθεση ζητήματος. Η Διαταγή 24, Θεσμός 6, είναι μία από τις δικονομικές διατάξεις που αποσκοπούν στην ταχεία διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων με την επίσπευση των σχετικών μηχανισμών που ισχύουν για τα αμφισβητούμενα επίδικα θέματα που, φυσικά, διατηρούνται εν ζωή μέχρι την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου.
Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Αμμοχώστου κα Λ.Σ. Καμμίτση εξέδωσε την 4.4.2018 απόφαση σε ενδιάμεση αίτηση που υποβλήθηκε από τον ιδιοκτήτη καταστημάτων εκκρεμούσης της εκδίκασης αίτησης έξωσης εταιρείας ενοικιαστή, στηριζόμενη στα νομολογηθέντα στην ανωτέρω αυθεντία Τσιμεντοποιϊα Βασιλικού Λίμιτεδ ν. Σάββα Μακαρίου. Ο ιδιοκτήτης ισχυρίστηκε ότι ο διευθυντής του ενοικιαστή προέβη σε παραδοχές στην αντεξέταση του ότι η εταιρεία όφειλε ενοίκια μετά την καταχώρηση της αίτησης έξωσης, τα οποία προσδιόρισε. Ο ιδιοκτήτης αξίωνε διάταγμα ανάκτησης της κατοχής, απόφαση για ισχυριζόμενα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι την καταχώρηση της αίτησης έξωσης, ισχυριζόμενο ποσό μηνιαίως μετά την καταχώρηση της αίτησης έξωσης, καθώς και άλλες θεραπείες. Ο ενοικιαστής αρνείτο ότι όφειλε οποιαδήποτε ενοίκια μέχρι την καταχώρηση της αίτησης έξωσης, καθώς επίσης αρνείτο τους υπολογισμούς του ιδιοκτήτη και το ενοίκιο που απαιτούσε. Η θέση του ήταν ότι το δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας εφόσον δεν υφίσταται θέσμια ενοικίαση, αρνείτο ότι ο ιδιοκτήτης ήταν ο μόνος εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των επίδικων καταστημάτων κατά τον ουσιώδη χρόνο και ισχυριζόταν ότι στην αίτηση περιλαμβάνονταν θεραπείες τις οποίες το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποδώσει, ως επίσης και ότι η αίτηση έξωσης ήταν πρόωρη. Μάλιστα στην ένσταση του ισχυρίστηκε ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, ως ειδικό δικαστήριο, δεν δύναται να εφαρμόζει αναλογικά τις πρόνοιες των Διαδικαστικών Κανονισμών.
Το δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς, αρνήσεις και παραδοχές στα δικόγραφα των διαδίκων και στη μαρτυρία που μέχρι σήμερα άκουσε αναφορικά με ισχυρισμούς που παρέμειναν αναντίλεκτοι ή έγιναν παραδεκτοί. Παρέπεμψε στην ανωτέρω αυθεντία όπου λέχθηκε επίσης ότι η φύση των παραδοχών κάτω από τη Δ.24 Θ.6 στην οποία είναι θεμιτό να βασισθεί δικαστήριο για την έκδοση απόφασης πρέπει να είναι τέτοια που να κλείνει κάθε δρόμο για την προβολή υπεράσπισης. Η εφεκτικότητα στη χρήση της διάταξης για πρόωρη απόφαση, εκτός φυσικά στην περίπτωση που μια παραδοχή δεν αφήνει περιθώρια υπεράσπισης, υπογραμμίζει εμφαντικά και την ανάγκη για προσεκτική στάθμιση των δεδομένων της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Το δικαστήριο στην κρίση του προσθέτει ότι δεν αποφαίνεται σε αυτό το στάδιο επί θεμάτων που είναι επίδικα, ούτε επιλέγει μεταξύ αντικρουόμενων ισχυρισμών. Ενώπιον του, ως αναφέρει, υπάρχει ξεκάθαρη δήλωση/παραδοχή του διευθυντή του ενοικιαστή, κατά την κατάθεση του ως μάρτυρας, ότι η εταιρεία ως ενοικιαστής και κάτοχος των επίδικων καταστημάτων, οφείλει στον ιδιοκτήτη ενοίκια μετά την καταχώρηση της αίτησης έξωσης και αναφέρθηκε στο συμφωνηθέν ενοίκιο για τα υποστατικά. Κατά την κρίση του δικαστηρίου, αυτό αποτελεί δήλωση/παραδοχή, η οποία είναι καθαρή, αναντίλεκτη και δεν έχει αποσυρθεί. Το δικαστήριο παίρνει αυτή τη δήλωση/παραδοχή και την ενδύει με το μανδύα της εκτελεστότητας πλέον, αφήνοντας τα υπόλοιπα επίδικα θέματα να κριθούν με την τελική ετυμηγορία του κατά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας. Στη βάση των ανωτέρω, εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση υπέρ του ιδιοκτήτη και εναντίον του ενοικιαστή ως η αίτηση.
*Δικηγόρου στη Λάρνακα